Περιεχόμενα
Η Ευαγγελική περικοπή (Ιωάννη κεφ. θ’-στ’)
Πρωτότυπο κείμενο «Τῷ καιρῶ ἐκείνω παράγων ὁ Ἰησοῦς εἶδεν ἄνθρωπον τυφλόν ἐκ γενετῆς. Καί ἠρώτησαν αὐτόν οἱ μαθηταί αὐτοῦ λέγοντες; ραββί, τίς ἤμαρτεν, οὗτος ἡ οἵ γονεῖς αὐτοῦ, ἴνα τυφλός γεννηθῆ; Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς- οὔτε οὗτος ἤμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ’ ἴνα φανερωθῆ τά ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῶ. Ἐμέ δέ ἐργάζεσθαι τά ἔργα τοῦ πέμψαντος μέ ἕως ἥμερα ἐστίν ἔρχεται νύξ ὄτε οὐδείς δύναται ἐργάζεσθαι. Ὅταν ἐν τῷ κόσμω, φῶς εἰμί τοῦ κόσμου. Ταῦτα εἰπῶν ἐπτυσε χαμαί καί ἐποίησε πηλόν ἐκ τοῦ πτύσματος, καί ἐπέχρισε τόν πηλόν ἐπί τούς ὀφθαλμούς τοῦ τυφλοῦ καί εἶπεν αὐτῶ· ὕπαγε νίψαι εἰς τήν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὅ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. Ἀπῆλθεν οὔν καί ἐνίψατο, καί ἦλθε βλέπων. Οἱ οὔν γείτονες καί οἱ θεωροῦντες αὐτόν τό πρότερον ὅτι τυφλός ἤν, ἔλεγον οὔχ οὗτος ἐστίν ὁ καθήμενος καί προσαιτῶν; ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτος ἐστίν ἄλλοι δέ ὅτι ὅμοιος αὐτῶ ἐστίν. Ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμί. Ἔλεγον οὔν αὐτῶ· πῶς ἀνεώχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; ἀπεκριθη ἐκεῖνος καί εἶπεν ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλόν ἐποίησε καί ἐπέχρισέ μου τούς ὀφθαλμούς καί εἶπε μοί· ὕπαγε εἰς τήν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ καί νίψαι· ἀπελθῶν δέ καί νιψάμενος ἀνέβλεψα. Εἶπον οὔν αὐτῶ· ποῦ ἐστίν ἐκεῖνος; λέγει· οὐκ οἶδα. Ἄγουσιν αὐτόν πρός τούς Φαρισαίους, τόν ποτέ τυφλόν. Ἤν δέ σάββατον ὄτε τόν πηλόν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καί ἀνέωξεν αὐτού τους ὀφθαλμούς. Πάλιν οὔν ἤρωτων αὐτόν καί οἱ Φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. ὁ δέ εἶπεν αὐτοῖς· πηλόν ἐπέθηκέ μου ἐπί τούς ὀφθαλμούς, καί ἐνιψάμην, καί βλέπω. Ἔλεγον οὔν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἐστί παρά τοῦ Θεοῦ, ὅτι τό σάββατον οὐ τηρεῖ. Ἄλλοι ἔλεγον πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλός τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; καί σχίσμα ἤν ἐν αὐτοῖς. Λέγουσι τῷ τυφλῶ πάλιν σύ τί λέγεις περί αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τούς ὀφθαλμούς; ὁ δέ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν. Οὐκ ἐπίστευσαν οὔν οἱ Ἰουδαῖοι περί αὐτοῦ ὅτι τυφλός ἤν καί ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τούς γονεῖς αὐτοῦ του ἀναβλέψαντος καί ἠρώτησαν αὐτούς λέγοντες· οὗτος ἐστίν ὁ υἱός ὑμῶν, ὄν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλός ἐγεννήθη; πῶς οὔν ἄρτι βλέπει; ἀπεκρίθησαν δέ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καί εἶπον οἴδαμεν ὅτι οὗτος ἐστίν ὁ υἱός ἠμῶν καί ὅτι τυφλός ἐγεννήθη. Πῶς δέ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν αὐτός ἡλικίαν ἔχει, αὐτόν ἐρωτήσατε, αὐτός περί ἑαυτοῦ λαλήσει. Ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τούς Ἰουδαίους· ἤδη γάρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι ἴνα, ἐάν τίς αὐτόν ὁμολογήση Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. Δία τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτόν ἐρωτήσατε. Ἐφώνησαν οὔν ἐκ δευτέρου τόν ἄνθρωπον ὅς ἤν τυφλός, καί εἶπον αὐτῶ· δός δόξαν τῷ Θεῶ· ἠμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστίν. Ἀπεκρίθη οὔν ἐκεῖνος καί εἶπεν εἰ ἁμαρτωλός ἐστίν οὐκ οἶδα· ἐν οἶδα, ὅτι τυφλός ὧν ἄρτι βλέπω. Εἶπον δέ αὐτῶ πάλιν τί ἐποίησέ σου; πῶς ἤνοιξέ σου τούς ὀφθαλμούς; Ἀπεκρίθη αὐτοῖς· εἶπον ὑμίν ἤδη, καί οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; μή καί ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταί γενέσθαι; ἐλοιδόρησαν αὐτόν καί εἶπον σύ εἰ μαθητής ἐκείνου· ἠμεῖς δέ τοῦ Μωυσέως ἐσμέν μαθηταί. Ἠμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωυσῆ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δέ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν. Ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καί εἶπεν αὐτοῖς· ἐν γάρ τούτω θαυμαστόν ἐστίν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστι, καί ἀνέωξέ μου τούς ὀφθαλμούς. Οἴδαμεν δέ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεός οὐκ ἀκούει, ἀλλ’ ἐάν τίς θεοσεβής ἤ καί τό θέλημα αὐτοῦ ποιῆ, τούτου ἀκούει. Ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἠνοιξέ τίς ὀφθαλμούς τυφλοῦ γεγεννημένου. Εἰ μή ἤν οὗτος παρά Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν. Ἀπεκρίθησαν καί εἶπον αὐτῶ· ἐν ἁμαρτίαις σύ ἐγεννήθης ὅλος, καί σύ διδάσκεις ἠμᾶς; καί ἐξέβαλον αὐτόν ἔξω. Ἤκουσεν ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτόν ἔξω, καί εὐρῶν αὐτόν εἶπεν αὐτῶ· σύ πιστεύεις εἰς τόν υἱόν τοῦ Θεοῦ; ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καί εἶπε: καί τίς ἐστι, Κύριε, ἴνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; Εἶπε δέ αὐτῶ ὁ Ἰησοῦς- καί ἐώρακας αὐτόν καί ὁ λαλῶν μετά σου ἐκεῖνος ἐστίν. ὁ δέ ἔφη· πιστεύω, Κύριε· καί προσεκύνησεν αὐτῶ. |
Νεοελληνική απόδοση Εκείνο τον καιρό, καθώς περνούσε ο Ιησούς, είδε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. Τότε τον ρώτησαν οι μαθητές του και του λέγουν διδάσκαλε, ποιύς αμάρτησε, αυτός η οι γονείς του, για να γεννηθεί τυφλός; Αποκρίθηκε ο Ιησούς· ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθούν σ’ αυτόν τα έργα του Θεού. Εγώ πρέπει να εργάζομαι τα’ έργα εκείνου που με έστειλε, ως που ακόμη είναι ημέρα· έρχεται νύχτα όπου κανένας δεν μπορεί να εργάζε ται. Όταν είμαι στον κόσμο, φως εί· μαι του κόσμου. Αφού είπε αυτά έφτυσε χάμω και με το σάλιο έκαμε λάσπη και έβαλε τη λάσπη πάνω στα μάτια του τυφλού και του είπε: πήγαινε να νιφτείς στη δεξαμενή του Σιλωάμ, που στα ελληνικά θέλει να πει «απεσταλμένος». Πήγε λοιπόν και νίφτηκε και ήλθε βλέποντας. Ο γειτόνοι του λοιπόν και εκείνοι που τον έβλεπαν και ήξεραν πως πρώτα ήταν τυφλός, έλεγαν αυτός δεν είναι που καθόταν και ζητιάνευε; Αλλοι έλεγαν πως αυτός είναι· άλλοι πως κάποιος όμοιος του· εκείνος έλεγε πως εγώ είμαι· του έλεγαν λοιπόν πώς ανοίχτηκαν τα μάτια σου; Αποκρίθηκε εκείνος και είπε· ένας άνθρωπος που λέγεται Ιησούς έκαμε λάσπη και έβαλε πάνω στα μάτια μου και μου είπε: πήγαινε στη δεξαμενή του Σιλωάμ και νίψου. Πήγα λοιπόν και νίφτηκα και είδα το φως μου. Του είπαν: που είναι εκείνος; Λέγει· δεν ξέρω. Παίρνουν τον άλλοτε τυφλό και τον πηγαίνουν στους Φαρισαίους. Ήταν δε Σάββατο όταν έκαμε τη λάσπη ο Ιησούς και άνοιξε τα μάτια του τυφλού. Ρωτούσαν λοιπόν πάλι οι Φαρισαίοι τον άλλοτε τυφλό, πώς είδε το φως του· και αυτός τους είπε· έβαλε λάσπη πάνω στα μάτια μου και νίφτηκα και βλέπω. Έλεγαν λοιπόν μερικοί από τους Φαρισαίους· αυτός ο άνθρωπος δεν είναι από το Θεό, γιατί δε φυλάει την αργία του Σαββάτου. Άλλοι έλεγαν πώς μπορεί άνθρωπος αμαρτωλός να κάνει τέτοια θαύματα; Έτσι χωρίστηκαν οι γνώμες μεταξύ τους. Λέγουν πάλι στον τυφλό. Συ τι λες γι’ αυτόν τον άνθρωπο; Γιατί τα δικά. σου μάτια άνοιξε. Και αυτός είπε πως; είναι προφήτης. Δεν πίστεψαν λοιπόν οι Ιουδαίοι γι’ αυτόν πως ήταν τυφλός και είδε το φως του, μέχρι που φώναξαν τους γονείς του και τους ρώτησαν λέγοντας τους1 αυτός είναι ο γιος οας, που λέτε πως γεννήθηκε τυφλός; Πώς λοιπόν τώρα βλέπει; Τους αποκρίθηκαν οι γονείς του και είπαν ξέρουμε πως αυτός είναι ο γιος μας και πως γεννήθηκε τυφλός. Πώς όμως τώρα βλέπει δεν ξέρουμε η ποιος του άνοιξε τα μάτια δεν ξέρουμε· ο ίδιος είναι σε ηλικία, τον ίδιο να ρωτήσετε ο ίδιος θα πει για τον εαυτό του. Αυτά είπαν οι γονείς ταυ, επειδή φοβούνταν τους Ιουδαίους· γιατί είχαν κάνει κιόλας συμφωνία οι Ιουδαίοι, ώστε αν κανείς ομολογήσει το Χριστό, να τον διώξουν από τη Συναγωγή. Γι’ αυτό οι γονείς του είπαν πως ο ίδιος έχει ηλικία, και να ρωτήσουν τον ίδιο. Για δεύτερη λοιπόν φορά φώναξαν τον άνθρωπο που ήταν τυφλός και του είπαν. Να δοξάζεις το Θεό· εμείς ξέρουμε πως αυτός ο άνθρωπος είναι αμαρτωλός. Εκείνος απάντησε και είπε. Αν είναι αμαρτωλός δεν ξέρω. ένα ξέρω, πως πριν ήμουν τυφλός και εδώ και λίγη ώρα βλέπω. Του είπαν πάλι’ και τι σου έκαμε; Με ποιο τρόπο σου άνοιξε τα μάτια; Εκείνος τους απάντησε: λίγο πριν σας είπα και δκν ακούσατε; τι πάλι θέλετε να ακούτε; Μήπως θέλετε και σεις να γίνετε μαθητές του; Εκείνοι γέλασαν μαζί του και είπαν εσύ είσαι μαθητής εκείνου· εμείς είμαστε μαθητές του Μωυσή. Εμείς ξέρουμε πως ο Θεός μίλησε στο Μωυσή, γι’ αυτόν όμως εδώ δεν ξέρουμε από πού είναι. Ο άνθρωπος απάντησε και είπε· εσείς δεν ξέρετε από πού είναι και αυτό είναι περίεργο, και όμως αυτός μου άνοιξε τα μάτια. Ξέρουμε πως ο Θεός δεν ακούει τους αμαρτωλούς, αλλά ακούει εκείνους που τον σέβονται και κάνουν το θέλημα του. Από τότε που κτίστηκε ο κόσμος δεν ακούστηκε πως άνοιξε κανείς τα μάτια ενός ανθρώπου που γεννήθηκε τυφλός. Δε θα μπορούσε vm κάνει τίποτα τέτοιο, αν δεν ήταν αυτός ο άνθρωπος από το Θεό. Του απάντησαν και είπαν εσύ είσαι βουτηγμένος μέσα στις αμαρτίες και τώρα διδάσκεις εμάς; Και τον έβγαλαν έξω. Ο Ιησούς άκουσε πως τον έβγαλαν έξω και του είπε, όταν τον βρήκε· συ πιστεύεις στον υιό του Θεού; Εκείνος απάντησε και είπε· Και ποιος είναι, Κύριε, για να πιστέψω; Ο δε Ιησούς του είπε· και τον είδες και αυτός που σου μιλεί αυτός είναι. Και είπε αυτός· πιστεύω, Κύριε, και τον προσκύνησε. |
Ποιος φταίει
«Και τον ρώτησαν οι μαθητές του: Διδάσκαλε, ποιος αμάρτησε, αυτός ή οι γονείς του, για να γεννηθεί τυφλός;» (Ιωάν. θ’ 2). Λίγο νωρίτερα ο Κύριος είχε θεραπεύσει τον παραλυτικό στην προβατική κολυμβήθρα και του είχε πει: «Από δω και πέρα μην αμαρτάνεις, για να μην πάθεις τίποτε χειρότερο» (Ιωάν. ε’ 14). Γίνεται φανερό από τα λόγια του Χριστού πως ο άνθρωπος εκείνος, που ήταν τόσα πολλά χρόνια ανάπηρος, έφταιγε ο ίδιος με τις αμαρτίες του για την αρρώστια του. Η περίπτωση του γεννημένου τυφλού όμως ήταν ασαφής και γι’ αυτό οι μαθητές ρώτησαν το Χριστό: «Ποιος αμάρτησε;»
Το ότι ο Θεός επιτρέπει μερικές φορές να υποφέρουν τα παιδιά για τις αμαρτίες των γονιών τους, έχει κι αυτό ξεκαθαριστεί από την Αγία Γραφή (Α’Βασ. ια’ 12, κα’ 29). Αυτό μπορεί να φανεί άδικο μόνο σ’ εκείνους που έχουν συνηθίσει να θεωρούν τους ανθρώπους σαν ξεχωριστές οντότητες, σαν να είναι τελείως αποκομμένοι ο ένας από τον άλλον. Όποιος όμως θεωρεί το ανθρώπινο γένος ως έναν οργανισμό, δεν θα το λογαριάσει αυτό ούτε άδικο ούτε αφύσικο.
Όταν ένα αμαρτωλό μέλος τραυματίζεται, τα άλλα μέλη που δεν έχουν αμαρτήσει, υποφέρουν. Είναι πολύ πιο δύσκολο να εξηγήσεις πώς και πότε μπορεί να αμάρτησε ο άνθρωπος που γεννήθηκε τυφλός, παρά να ορίσεις την αιτία της τυφλότητας. Σαν απλοί άνθρωποι οι απόστολοι δέχτηκαν τη δεύτερη αυτή εκδοχή, χωρίς να σκεφτούν αν υπάρχει και τρίτη. Σ’ αυτούς φαινόταν πιο πιθανό στην περίπτωση αυτή ν’ αμάρτησαν οι γονείς του τυφλού. Θυμήθηκαν όμως τα λόγια που είπε ο Χριστός στον παραλυτικό (μη ξαναμαρτήσεις), και συνέδεσαν κατά κάποιο τρόπο τη μια περίπτωση με την άλλη. Ήταν σαν να του έλεγαν: Ήταν καθαρό σε μας τότε από τα ίδια τα λόγια Σου, πως ο άνθρωπος εκείνος προκάλεσε μόνος του την αρρώστια. Μπορεί όμως να ισχύει το ίδιο και σ’ αυτήν την περίπτωση; Ο τυφλός αυτός άνθρωπος αμάρτησε ο ίδιος ή αμάρτησαν οι γονείς του;
Αν ο Κύριος έκανε τη στιγμή αυτή στους μαθητές του την ερώτηση: «Πώς νομίζετε πως θα μπορούσε να έχει αμαρτήσει για να γεννηθεί τυφλός;», οι μαθητές Του θα βρίσκονταν σε αμηχανία. Σαν τελευταίο επιχείρημα ίσως επικαλούνταν την κοινή αμαρτία του ανθρώπινου γένους από την αμαρτία του Αδάμ, όπως λέει ο Ψαλμωδός: «Ιδού γαρ εν ανομίαις συνελήφθην και εν αμαρτίαις εκίσσησέ με η μήτηρ μου» (Ψαλμ. ν’ 5).
Η πιθανότητα ν’ αναφέρονταν οι μαθητές στο σκεπτικό ορισμένων γραμματέων και φαρισαίων, πως η ψυχή του ανθρώπου, προτού γεννηθεί, είχε πιθανώς ζήσει σε κάποιο άλλο σώμα και πως σ’ αυτήν την προηγούμενη ζωή είχε ζήσει με τρόπο που άξιζε ν’ ανταμειφθεί ή να τιμωρηθεί σ’ αυτήν τη ζωή, είναι πολύ μικρή. Αυτή είναι μια φιλοσοφική υπόθεση, που δεν θα ήταν δυνατό να την ήξεραν οι απλοϊκοί και πιστοί Γαλιλαίοι ψαράδες.
Για να φανερωθεί η δύναμη των έργων του Θεού
Ο σοφός Διδάσκαλος απάντησε στην ερώτηση των μαθητών: «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά για να φανερωθεί η δύναμη των έργων του Θεού πάνω σ’ αυτόν»(Ιωάν. θ’2). Δηλαδή, όπως λέει ο ιερός Χρυσόστομος: «ότι αμάρτησε αυτός ή οι γονείς του, δεν είναι εδώ η αιτία της τυφλότητας».
Για τα βάσανα και τις αρρώστιες που βρίσκουν τον άνθρωπο στη γη, ίσως υπάρχουν κι άλλες αιτίες, εκτός από τις αμαρτίες του ίδιου ή των γονιών του. Στην περίπτωση του ανθρώπου που γεννήθηκε τυφλός, η αιτία ήταν «για να φανερωθεί η δύναμη των έργων του Θεού πάνω σ’ αυτόν».
Ευλογημένοι είναι εκείνοι που πάνω τους φανερώνονται τα έργα του Θεού, που τα χρησιμοποιεί για την ψυχική τους σωτηρία. Ευλογημένος είναι ο φτωχός άνθρωπος που όταν το έλεος του Θεού τον κάνει πλούσιο και διάσημο, εκείνος νιώθει και δέχεται το έλεός Του με ευχαριστία. Ευλογημένος είναι ο απελπισμένος ανάπηρος που ο Θεός του δίνει την υγεία του κι αυτός υψώνει την καρδιά του στον αθέατο Θεό, το μοναδικό ευεργέτη του.
Πόσο ορατά είναι κάθε μέρα στον καθένα μας τα έργα του Θεού! Τί χαρά νιώθουν όλοι εκείνοι που μέσα από τα έργα αυτά ο Θεός ανοίγει την πνευματική τους όραση για να θεωρούν το Θεό! Αλίμονο σε κείνους που, ενώ στα χέρια τους αφθονούν τα δώρα του Θεού, εκείνοι του γυρίζουν την πλάτη κι ακολουθούν σαν τυφλοί τους σκοτεινούς και ματαιόδοξους δρόμους τους. Τα έργα του Θεού φανερώνονται σε όλους μας κάθε μέρα, αφού ο Θεός είναι μαζί μας κάθε μέρα και ώρα της επίγειας ζωής μας.
Περισσότεροι πνευματικά τυφλοί παρά σωματικά
Τα έργα του Θεού λειτουργούν για τη σωτηρία του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά. Τα έργα του Θεού στον εκ γενετής τυφλό όμως συντελούν στη σωτηρία πολλών. Τα έργα αυτά αποκάλυψαν πραγματικά πως ο Θεός κατέβηκε στη γη, έζησε ανάμεσα στους ανθρώπους. Τα έργα αυτά φανέρωσαν πως ανάμεσα στους ανθρώπους ζουν περισσότεροι πνευματικά τυφλοί παρά σωματικά. Αποδείχτηκε επίσης με τα έργα αυτά πως ένας συνετός άνθρωπος, που έχει από το Θεό κάποιο σωματικό χάρισμα, θα το χρησιμοποιήσει για να εμπλουτίσει την ψυχή του με αληθινή πίστη.
Προβλέποντας όλους αυτούς τους καρπούς της θεραπείας του εκ γενετής τυφλού, ο Κύριος είπε ικανοποιημένος στους μαθητές Του: «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά για να φανερωθεί η δύναμη των έργων του Θεού πάνω σ’ αυτόν». Ήταν σαν να ήθελε να πει: Αφήστε κατά μέρος τώρα το ερώτημα για το ποιος φταίει, ο ίδιος ή ο πατέρας του. Δεν αξίζει ν’ ασχοληθούμε μ’ αυτό αυτή τη στιγμή. Αν αμάρτησε αυτός και οι γονείς του, μπορώ αυτή τη στιγμή να τους συγχωρήσω, να πάρω την αμαρατία πάνω Μου και να τους κηρύξω αθώους. Όλ’ αυτά είναι δευτερεύοντα τώρα μπροστά σ’ εκείνο που είναι να φανερωθεί. Και τα έργα του Θεού (όχι ένα αλλά πολλά) θα φανερωθούν με τον άνθρωπο αυτόν και το γεγονός αυτό θα καταγραφεί στο ευαγγέλιο, ώστε να λειτουργήσει για τη σωτηρία πολλών.
Πραγματικά, για τα χρόνια που υπόφερε ο γεννημένος τυφλός άνθρωπος, θ’ αποζημιωθεί εκατονταπλασίονα. Κι η ανταπόδοση που δίνει ο Θεός σε κείνους που υπόφεραν για χάρη Του είναι αιώνια, άφθαρτη. Ο Νικηφόρος, ένας σοφός σχολιαστής του ευαγγελίου, λέει για τον εκ γενετής τυφλό άνθρωπο: «Ο άνθρωπος που γεννήθηκε τυφλός, που δεν είχε καμιά ιδέα για το τί σημαίνει όραση, θα ένιωθε πολύ λιγότερη στενοχώρια από εκείνον που κάποτε είχε την όρασή του κι έπειτα την έχασε. Ήταν τυφλός κι αργότερα αποζημιώθηκε γι’ αυτή τη μικρή και σχεδόν ασήμαντη λύπη του. Και έλαβε διπλή όραση: τη φυσική από τη μια, με την οποία μπορούσε να βλέπει και να θαυμάζει τον ορατό κόσμο γύρω του, και την πνευματική από την άλλη, με την οποία αναγνώρισε κι ομολόγησε το Δημιουργό του κόσμου.
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Αναστάσεως Ημέρα, Αθήνα 2011, σσ. 146-153)