Κυριακή ΣΤ’ Λουκά: «Η θεραπεία του δαιμονιζομένου των Γαδαρηνών»

Κυριακή ΣΤ΄ Λουκά.

Αναγνώσματα Κυριακής ΣΤ΄ Λουκᾶ

Ο Απόστολος

Πρὸς Κορινθίους Β΄ Ἐπιστολῆς Παύλου
Κεφ.  θ΄ 6 –  11

Ἀδελφοί, ὁ σπείρων φειδομένως φειδομένως καὶ θερίσει, καὶ ὁ σπείρων ἐπ᾿ εὐλογίαις ἐπ᾿ εὐλογίαις καὶ θερίσει. Ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδίᾳ, μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός. Δυνατὸς δὲ ὁ Θεὸς πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς, ἵνα ἐν παντὶ πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν, καθὼς γέγραπται· ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν· δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα. Ὁ δὲ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καὶ ἄρτον εἰς βρῶσιν χορηγήσαι καὶ πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν καὶ αὐξήσαι τὰ γενήματα τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν· ἐν παντὶ πλουτιζόμενοι εἰς πᾶσαν ἁπλότητα, ἥτις κατεργάζεται δι᾿ ἡμῶν εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ.

Απόδοση στη Νεοελληνική:

Αδελφοί, όποιος σπέρνει με φειδώ θα έχει λίγη σοδειά· κι όποιος σπέρνει απλόχερα η σοδειά του θα είναι άφθονη. Ο καθένας ας δώσει ό,τι του λέει η καρδιά του χωρίς να στενοχωριέται ή να εξαναγκάζεται, γιατί ο Θεός αγαπάει αυτόν που δίνει με ευχαρίστηση. Ο Θεός έχει τη δύναμη να σας χορηγήσει πλουσιοπάροχα κάθε δωρεά, ώστε να είστε πάντοτε σε όλα τελείως αυτάρκεις, και να δίνετε με το παραπάνω για κάθε καλό σκοπό. Το λέει κι η Γραφή: Σκόρπισε, έδωσε στους φτωχούς, η αγαθοεργία του θα διαρκεί αιώνια. Κι αυτός που δίνει στο σποριά το σπόρο και το ψωμί για να τραφεί, ας δώσει και ας πληθύνει και το δικό σας σπόρο και ας αυξήσει τους καρπούς της αγαθοεργίας σας. Ο Θεός θα σας κάνει πλούσιους σε όλα, για να μπορείτε να δίνετε γενναιόδωρα. Αυτοί που θα πάρουν από μας τη δική σας εισφορά θα ευχαριστούν το Θεό.

Το Ευαγγέλιο

Ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν
Κεφ. η΄ 27-39

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν, ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ᾿ ἐν τοῖς μνήμασιν. Ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἀνακράξας, προσέπεσεν αὐτῷ, καὶ φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· Τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου; δέομαί σου, μή με βασανίσῃς. Παρήγγειλε γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου. Πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν, καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τὰς ἐρήμους. Ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· Τί σοί ἐστιν ὄνομα; Ὁ δὲ εἶπε· Λεγεών· ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν· καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν. Ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένων ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν· καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς. Ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου, εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους· καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη. Ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ γεγενημένον, ἔφυγον, καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς. Ἐξῆλθον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονός, καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ᾿ οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα, παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ίησοῦ, καὶ ἐφοβήθησαν. Ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς. Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο. Αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον, ὑπέστρεψεν. Ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνήρ, ἀφ᾿ οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια, εἶναι σὺν αὐτῷ· ἀπέλυσε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· Ὑπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου, καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός. Καὶ ἀπῆλθε, καθ᾿ ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς.

Απόδοση στη Νεοελληνική:

Εκείνο τον καιρό ο Ιησούς κατέπλευσε στην περιοχή των Γαδαρηνών, που βρίσκεται στην απέναντι όχθη από τη Γαλιλαία. Όταν βγήκε στην ξηρά, τον συνάντησε κάποιος άντρας από την πόλη, που είχε μέσα του δαιμόνια από πολύν καιρό. Ρούχο δεν ντυνόταν ούτε έμενε σε σπίτι, αλλά ζούσε στα μνήματα. Όταν είδε τον Ιησού, έβγαλε μια κραυγή, έπεσε στα πόδια του και του είπε με δυνατή φωνή: «Τι δουλειά έχεις εσύ μ’ εμένα Ιησού, Υιέ του ύψιστου Θεού; Σε παρακαλώ μη με βασανίσεις». Αυτά τα είπε, γιατί ο Ιησούς είχε διατάξει το δαιμονικό πνεύμα να βγει από τον άνθρωπο. Από πολλά χρόνια τον είχε στην εξουσία του, και για να τον συγκρατήσουν τον έδεναν με αλυσίδες και του έβαζαν στα πόδια σιδερένια δεσμά. Εκείνος όμως έσπαζε τα δεσμά, και το δαιμόνιο τον οδηγούσε στις ερημιές. Ο Ιησούς τον ρώτησε: «Ποιο είναι το όνομά σου;» Εκείνος απάντησε: «Λεγεών»· γιατί είχαν μπει μέσα του πολλά δαιμόνια. Τα δαιμόνια, λοιπόν, τον παρακαλούσαν να μην τα διατάξει να πάνε στην άβυσσο. Εκεί κοντά ήταν ένα κοπάδι από πολλούς χοίρους που έβοσκαν στο βουνό, και τα δαιμόνια παρακαλούσαν τον Ιησού να τους επιτρέψει να μπουν στους χοίρους, και τους το επέτρεψε. Βγήκαν, λοιπόν, από τον άνθρωπο και μπήκαν στους χοίρους. Τότε το κοπάδι όρμησε προς τον γκρεμό και πνίγηκε στη λίμνη. Μόλις οι βοσκοί είδαν τι έγινε, έφυγαν και το είπαν στην πόλη και στην ύπαιθρο. Βγήκαν οι άνθρωποι να δουν τι έγινε και ήρθαν κοντά στον Ιησού. Βρήκαν τον άνθρωπο από τον οποίο βγήκαν τα δαιμόνια να κάθεται δίπλα στον Ιησού, να φοράει ρούχα και να φέρεται λογικά, και φοβήθηκαν. Όσοι είχαν δει τι είχε γίνει, τους είπαν για το πώς ο δαιμονισμένος σώθηκε. Τότε όλο το πλήθος από την περιοχή των Γαδάρων παρακαλούσαν τον Ιησού να φύγει από κοντά τους, γιατί τους είχε πιάσει μεγάλος φόβος. Εκείνος μπήκε στο πλοιάριο για να γυρίσει πίσω. Ο άνθρωπος από τον οποίο είχαν βγει τα δαιμόνια τον παρακαλούσε να τον πάρει μαζί του. Ο Ιησούς όμως του είπε να φύγει, με τα παρακάτω λόγια: «Γύρισε στο σπίτι σου και διηγήσου όσα έκανε σ’ εσένα ο Θεός». Εκείνος έφυγε διαλαλώντας σ’ όλη την πόλη όσα έκανε σ’ αυτόν ο Ιησούς.

Σχόλια από τον τυφλό βοσκό Χασιώτη Ιωάννη

Στην ευαγγελική περικοπή της Κυριακής ΣΤ΄ Λουκᾶ:

Ο Χριστός: Κύριος του κόσμου και των ψυχών μας

† Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη

Έκτη Κυριακή του Λουκά σήμερα, αγαπητοί. Ο Ιησούς μας ευρίσκεται στη χώρα των Γαδαρηνών, αντίπερα της Γαλιλαίας. Ο Ιησούς μας πάει παντού, πάει σε όλους, αγαπά όλους και θέλει να σώσει όλους.

Και να! Εκεί που κατέβηκε απ’ το καράβι, ήλθε και Τον συνάντησε μια ταλαίπωρη ύπαρξη, ένας δαιμονισμένος, ο οποίος υπέφερε τα μέγιστα και ήταν ο φόβος και ο τρόμος των περαστικών, δεν έμενε στο σπίτι, κοιμότανε στα μνήματα, ήτανε γυμνός, και ήτο μία κόλαση κινητή. Μόλις είδε τον Ιησού, έτρεξε και Τον παρεκάλεσε, να μην του επιτρέψει να πάει από τώρα στην κόλαση, στην άβυσσο. «…και ποια σχέση έχουμε εμείς με σένα, Κύριε;». Αφού δεν Τον αγαπούν, καμία σχέση δεν έχουν, κι αυτό είναι το βάσανό τους.

Ο Ιησούς, με τη θεία Του δύναμη, είχε παραγγείλει στο κακό πνεύμα να βγει. Και κείνο το αισθάνθηκε. Μόνο οι άθεοι δεν αισθάνονται την παρουσία του Θεού, τα δαιμόνια πιστεύουν και φρίττουν, αλλά τίποτα άλλο δεν κάνουν παραπέρα, να αλλάξουν και να μετανοήσουν. Και γι’ αυτό, αφού είδε τον Ιησού αποφασισμένο να τον βγάλει απ’ τον άνθρωπο, Τον παρεκάλεσε πάλι –μπροστά στον Ιησού ο Δαίμονας παρακαλεί σε μας είναι άρχων του κόσμου τούτου, γιατί του δίνουμε εμείς εξουσία– Τον παρεκάλεσε πάλι, να επιτρέψει να πάει σ’ ένα κοπάδι χοιρινά που έβοσκαν εκεί κοντά. Και ο Ιησούς επέτρεψε.

Ο Δαίμονας δεν μπορεί να πάει πουθενά, χωρίς την άδεια και την παραχώρηση του Κυρίου. Αυτό να το ξέρουμε. Γι’ αυτό να ‘χομε μεγάλη πίστη στον Ιησού, και να ακούμε και να κάνουμε αυτά που λέει, για να μη μας οδηγεί ο Δαίμονας στις ερημιές της ταλαιπωρίας και της κολάσεως της επιγείου. Κι ο Κύριος επέτρεψε κι αμέσως βγήκε ο Δαίμων. Τα δαιμόνια ήταν «λεγεών», όπως λέει το Ευαγγέλιο, ένα σύνταγμα ολόκληρο, βγήκαν και πήγαν στα χοιρινά. Και τα χοιρινά δεν αντέχουν –όπως και όλα τα ζώα- τον Δαίμονα, κι έτρεξαν και πνίγηκαν στη λίμνη. Εμείς πως τον αντέχομε; Θεία οικονομία είναι, που τόσα χρόνια οι περισσότεροι έχομε τόσα πάθη, σύνταγμα δαιμόνων, και αντέχομε. Εδώ είναι η ευσπλαχνία του Κυρίου.

Και εκείνοι, που έβοσκαν τα γουρούνια, έτρεξαν στην πόλη και στα χωράφια και ανήγγειλαν το γεγονός. Κι ήλθαν όλοι από την πόλη και από τα πέριξ, και παρακαλούσαν τον Ιησού να φύγει. Είδαν τον δαιμονισμένο, τον τρομοκράτη τους, να ‘ναι ιματισμένος, να φορεί τα ιμάτια του και να ‘ναι φρόνιμος στα πόδια του Κυρίου. Και αυτοί, αντί να χαρούν και αντί να προτιμήσουν τον Κύριο και να ‘ρθούν κι αυτοί, προτίμησαν τα γουρούνια και τα πάθη τους, και το φόβο που γεννά η αμαρτία και η παρανομία, και παρεκάλεσαν τον Κύριο να φύγει. Κι ο Κύριος έφυγε, γιατί με το ζόρι δεν κάμει ποτέ ο Κύριος το καλό. Ζόρι και καλό δεν πάνε. Ο Κύριος είναι όντως δημοκράτης. Όμως τους άφησε το σημάδι της ευσπλαχνίας Του, τον θεραπευμένο άνθρωπο, ο οποίος Τον παρακαλούσε να τον πάρει κοντά, γιατί φοβόταν μήπως ξαναρθεί το δαιμόνιο, φοβόταν τους δαιμονισμένους συμπατριώτες του, και ήθελε να είναι κοντά στον Κύριο, και από αγάπη, και από ευγνωμοσύνη, και να ‘χει ασφάλεια και να ακούει τον θεϊκό Του λόγο, και προπαντός να βλέπει την πανέμορφη θωριά Του.

Ο Κύριος τον άφησε εκεί και του είπε να διηγείται όλα όσα του ‘κανε ο Θεός στους οικείους του. Κι αυτός το έκαμε έγινε ένας Απόστολος στους Γαδαρηνούς, και δεν το ‘πε μόνο, και δεν το ‘καμε στους οικείους, αλλά βγήκε σ’ όλη την πόλη και την περιοχή. Έτσι είναι. Άμα κανείς λάβει τη Χάρη του Κυρίου και την ευσπλαχνία Του, δεν το κρατάει για δικό του μόνο, τρέχει και το λέει παντού. Αυτό είναι υπέροχο.

† Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη (2009). Το κήρυγμα της Κυριακής, τόμος Β΄, Από την Κυριακή μετά την Πεντηκοστή. [σελ.126-129], Λευκωσία: Περιοδικό «Ακτή».

Πηγή 1

Πηγή 2

Ο Χριστός: Κύριος του κόσμου και των ψυχών μας
Μοιράσου το!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *