Κυριακή Η’ Λουκά: «Η Παραβολή του Καλού Σαμαρείτη»
Περιεχόμενα
Αναγνώσματα Κυριακής Η΄ Λουκᾶ
Ο Απόστολος
Προς Kορινθίους Α’ Δ´ 9 – 16
9Δοκῶ γὰρ ὅτι ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν, ὡς ἐπιθανατίους, ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ, καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις. 10 ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι. 11 ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν 12 καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί· λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, 13 βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν· ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι. 14 Οὐκ ἐντρέπων ὑμᾶς γράφω ταῦτα, ἀλλ’ ὡς τέκνα μου ἀγαπητὰ νουθετῶ· 15 ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ’ οὐ πολλοὺς πατέρας· ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα. 16 παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, μιμηταί μου γίνεσθε.
Ερμηνευτική απόδοση από Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα:
9 Κάθε ἄλλο ὅμως παρὰ βασιλείαν ἀπολαμβάνομεν ἡμείς οἱ Ἀπόστολοι. Διότι νομίζω, ὅτι ὁ Θεὸς ἠμᾶς τοὺς Ἀποστόλους ἔδειξε δημοσίᾳ καὶ εἰς τὰ μάτια ὅλων τελευταίους, σὰν καταδίκους, ποὺ πρόκειται νὰ θανατωθοῦν. Διότι ἐγίναμεν θέαμα εἰς ὅλον τὸν κόσμον καὶ εἰς τοὺς ἀγγέλους, καὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους, θαυμαζόμενοι μὲν ἀπὸ τοὺς ἀγαθούς, περιφρονούμενοι δὲ καὶ χλευαζόμενοι ἀπὸ τοὺς ἄλλους. 10 Ἡμεῖς οἱ Ἀπόστολοι θεωρούμεθα ἀπὸ τοὺς ἀπίστους βλάκες καὶ ἀνόητοι διὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Σεῖς ὅμως εἶσθε φρόνιμοι κατὰ Χριστόν. Ἠμεῖς εἴμεθα ἀσθενεῖς καὶ καταδιωκόμεθα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους σεῖς ὅμως εἶσθε ἰσχυροί, διότι δὲν σᾶς εὗρε κανένας πειρασμός. Σεῖς εἶσθε ἔνδοξοι, ἠμεῖς δὲ εἴμεθα ἄτιμοι καὶ περιφρονημένοι. 11 Μέχρι τῆς ὥρας αὐτῆς, ποὺ σᾶς γράφω, καὶ πεινῶμεν καὶ ὑποφέρομεν ἀπὸ δίψαν εἰς τὰς περιοδείας μας καὶ δὲν ἔχομεν ἀρκετὰ ρούχα, ὅταν εἰς τὸ μέσον τῶν ταξιδίων μας καταλαμβανώμεθα ἔξαφνα ἀπὸ χειμῶνα, καὶ δεχόμεθα κτυπήματα καὶ κακομεταχειρίσεις καὶ δὲν καταστεκόμεθα πουθενά, ἀλλὰ διαρκῶς φεύγομεν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ. 12 Καὶ κοπιάζομεν ἐργαζόμενοι μὲ τὰ ἴδια μας τὰ χέρια. Τὴν ὥραν ποὺ οἱ ἀπιστοῦντες εἰς τὸ εὐαγγέλιον μᾶς ὑβρίζουν καὶ μᾶς περιγελοῦν, ἠμεῖς εὐχόμεθα ἀγαθὰ ὑπὲρ αὐτῶν. Ἐνῶ μᾶς καταδιώκουν, δεικνύομεν ἀνοχὴν πρὸς τοὺς διώκτας μας. 13 Ἐνῶ μᾶς δυσφημοῦν καὶ μᾶς συκοφαντοῦν, ἀπαντῶμεν μὲ λόγους γλυκεῖς καὶ παρακλητικούς. Σὰν καθάρματα καὶ ἀποσαρώματα τοῦ κόσμου ἐγίναμεν, ἀποσπόγγισμα ἀκάθαρτον εἰς τὰ μάτια ὅλων ἕως τὴν στιγμὴν αὐτήν. 14 Δὲν θέλωμε αὐτὰ ποὺ γράφω νὰ σᾶς ντροπιάσω, ἀλλὰ σὰν παιδιά μου ἀγαπητὰ σᾶς συμβουλεύω. 15 Ναί· σᾶς συμβουλεύω μὲ πατρικὴν λαχτάραν καὶ στοργήν. Διότι, ἐὰν ἔχετε πάρα πολλοὺς παιδαγωγοὺς καὶ διδασκάλους κατὰ Χριστόν, δὲν ἔχετε ὅμως πολλοὺς πατέρας. Ἕνα καὶ μόνον ἔχετε πνευματικὸν πατέρα, ἐμέ. Διότι μὲ τὴν χάριν, ποὺ μοῦ ἔδωκεν ἡ κοινωνία καὶ ἡ σχέσις μου μὲ τὸν Χριστόν, διὰ μέσου τοῦ Εὐαγγελίου ἐγὼ σᾶς ἐγέννησα πνευματικῶς. 16 Ἀφοῦ λοιπὸν εἶμαι πατέρας σας, σᾶς παρακαλῶ γίνεσθε μιμητοί μου.
Το Ευαγγέλιο
Κατά Λουκάν Ι´ 25 – 37
25 Καὶ ἰδοὺ νομικός τις ἀνέστη ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; 26 ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις; 27 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· 28 εἶπε δὲ αὐτῷ· Ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. 29 ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦν· Καὶ τίς ἐστί μου πλησίον; 30 ὑπολαβὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἰεριχὼ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα. 31 κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν. 32 ὁμοίως δὲ καὶ Λευῒτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε. 33 Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ’ αὐτὸν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη, 34 καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ· 35 καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθὼν, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι. 36 τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; 37 ὁ δὲ εἶπεν· Ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ’ αὐτοῦ. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.
Ερμηνευτική απόδοση από Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα:
Καὶ ἰδοὺ ἐκεῖ, ποὺ ἐκάθηντο, ἐσηκώθη κάποιος νομοδιδάσκαλος μὲ τὸν σκοπὸν νὰ πειράξῃ τὸν Χριστὸν καὶ νὰ ἀποδείξῃ, ὅτι δὲν ἐγνώριζε τὸν νόμον, καὶ εἶπε· Διδάσκαλε, ποῖον ἔργον ἀρετῆς ἢ ποίαν θυσίαν πρέπει νὰ κάμω διὰ νὰ κληρονομήσω τὴν μακαρίαν καὶ παντοτεινὴν ζωήν; 26 Ὁ Κύριος δὲ τοῦ εἶπεν· Εἰς τὸν νόμον τί ἔχει γραφῆ; Σὺ ποὺ σπουδάζεις καὶ ἐρευνᾷς τὸν νόμον, τί ἀναγινώσκεις ἐκεῖ περὶ τοῦ ζητήματος αὐτοῦ καὶ πῶς τὸ ἀντιλαμβάνεσαι; 27 Ὁ νομικὸς δὲ ἀπεκρίθη καὶ εἶπεν· Εἰς τὸν νόμον εἶναι γραμμένον· Νὰ ἀγαπᾷς Κύριον τὸν Θεόν σου μὲ ὅλην τὴν καρδίαν σου, ὥστε εἰς αὐτὸν ἐξ ὁλόκληρου καὶ μὲ ὅλα τὰ βάθη τῆς ἐσωτερικῆς καὶ πνευματικῆς ὑπάρξεώς σου νὰ εἶσαι παραδομένος, καὶ μὲ ὅλην σου τὴν ψυχήν, ὥστε μὲ ὅλον τὸ συναίσθημά σου αὐτὸν νὰ ποθῇς, καὶ μὲ ὅλην τὴν θέλησιν καὶ δύναμίν σου, ὥστε κάθε τι ποὺ θὰ ἐνεργῇς νὰ εἶναι σύμφωνον πρὸς τὸ θέλημά του, πρὸς ἐφαρμογὴν τοῦ ὁποίου πρέπει νὰ ἐργάζεσαι μὲ ὅλην τὴν δύναμίν σου καὶ μὲ δραστηριότητα ἀκούραστον, καὶ μὲ τὸν νοῦν σου ὁλόκληρον ὀφείλεις νὰ τὸν ἀγαπᾷς, ὥστε αὐτὸν πάντοτε νὰ σκέπτεσαι. Νὰ ἀγαπᾷς δὲ καὶ τὸν πλησίον σου, ὅσον καὶ ὅπως ἀγαπᾷς τὸν ἑαυτόν σου. 28 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτόν· Ὀρθὴν ἀπάντησιν ἔδωκες. Αὐτό, ποὺ εἶπες, φρόντιζε νὰ κάνῃς πάντοτε καὶ θὰ ζήσῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ ὡς κληρονόμος ταύτης. 29 Ὁ νομοδιδάσκαλος ὅμως θέλων νὰ δικαιολογήσῃ τὸν ἑαυτόν του, ἐπειδή, καθὼς ἀπεδείχθη, ἔθεσεν εἰς τὸν Ἰησοῦν ἐρώτημα, ἐπὶ τοῦ ὁποίου τοῦ ἦτο γνωστὴ ἡ ἀπάντησις, εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦν· Καὶ ποῖον σύμφωνα μὲ τὴν Γραφὴν πρέπει νὰ θεωρῶ πλησίον μου; 30 Ἔλαβε δὲ τότε τὸν λόγον ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπε· Κάποιος ἄνθρωπος κατέβαινεν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα εἰς τὴν Ἱεριχῶ καὶ ἔπεσεν εἰς ἐνέδραν καὶ καρτέρι λῃστῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν ἠρκέσθησαν νὰ τοῦ πάρουν μόνον τὰ χρήματα, ἀλλὰ καὶ τὸν ἔγδυσαν, ἐπὶ πλέον δὲ καὶ τὸν ἐπλήγωσαν καὶ ἔφυγαν ἀφήσαντες αὐτὸν μισοπεθαμένον. 31 Κατὰ σύμπτωσιν δὲ κάποιος ἱερεὺς κατέβαινεν εἰς τὸν δρόμον ἐκεῖνον, καὶ μολονότι τὸν εἶδεν, ἐπέρασεν ἀπὸ τὸ ἀπέναντι μέρος τοῦ δρόμου, χωρὶς νὰ τοῦ δώσῃ βοήθειαν ἢ προσοχήν. 32 Ὁμοίως δὲ καὶ κάποιος Λευίτης ἔφθασεν εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο καὶ ἀφοῦ ἐπλησίασε καὶ εἶδε τὸν πληγωμένον, ἀπεμακρύνθη ἀμέσως καὶ ἐπέρασε καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὸ ἀπέναντι μέρος τοῦ δρόμου. 33 Ἕνας Σαμαρείτης ὅμως, ποὺ διέβαινεν ἀπὸ τὸν δρόμον ἐκεῖνον, ἦλθεν εἰς τὸ μέρος, ὅπου κατέκειτο οὗτος, καὶ ὅταν τὸν εἶδε, τὸν ἐλυπήθη καὶ τὸν ἐπόνεσε. 34 Καὶ ἀφοῦ τὸν ἐπλησίασε, τοῦ ἔδεσε μὲ ἐπιδέσμους τὰ τραύματά του, ἀφοῦ προηγουμένως τὰ ἔπλυνε καὶ τὰ ἤλειψε μὲ λάδι καὶ μὲ κρασί. Καὶ ἀφοῦ τὸν ἀνέβασεν εἰς τὸ ζῶον του, τὸν ἐπῆγεν εἰς κάποιο χάνι καὶ τὸν ἐπεριποιήθη, διακόψας τὸ ταξίδιόν του. 35 Καὶ τὴν ἄλλην ἡμέραν τὸ πρωῒ ἐβγῆκεν ἀπὸ τὸ μέρος, ποὺ εἶχε διανυκτερεύσει καὶ ἀφοῦ ἔβγαλε δύο δηνάρια, τὰ ἔδωκεν εἰς τὸν ξενοδόχον καὶ τοῦ εἶπε· Περιποιήσου τον διὰ νὰ γίνῃ καλά. Καὶ ὅ,τι ἐξοδεύσῃς παραπάνω, ἐγώ, ὅταν ἐπιστρέφω εἰς τὴν πατρίδα μου καὶ περάσω πάλιν ἀπ’ ἐδῶ, θὰ σοῦ τὰ ἐξοφλήσω. 36 Λοιπόν, συνεπέρανεν ὁ Ἰησοῦς, ποῖος ἀπὸ τοὺς τρεῖς αὐτοὺς σοῦ φαίνεται, ὅτι ἐπετέλεσε τὸ πρὸς τὸν πλησίον καθῆκον καὶ ἀπεδείχθη διὰ τῶν πραγμάτων πλησίον καὶ ἀδελφὸς ἐκείνου, ποὺ ἔπεσεν εἰς τὰ χέρια τῶν λῃστῶν; 37 Αὐτὸς δὲ εἶπε· Πλησίον του ἀπεδείχθη αὐτός, ποὺ τὸν ἐπόνεσε καὶ τὸν ἠλέησεν. Εἶπε λοιπὸν εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· Πήγαινε καὶ κάνε τὸ ἴδιο καὶ σύ. Δείκνυε δηλαδὴ συμπάθειαν εἰς κάθε πάσχοντα, χωρὶς νὰ ἐξετάζῃς, ἂν αὐτὸς εἶναι συγγενής σου ἢ συμπατριώτης σου, καὶ χωρὶς νὰ λογαριάζῃς τὰς θυσίας καὶ τοὺς κόπους καὶ τὰς δαπάνας, ποὺ θὰ ὑποστῇς διὰ νὰ βοηθήσῃς καὶ νὰ συντρέξῃς τὸν πάσχοντα, ἔστω καὶ ἂν αὐτὸς εἶναι ἐχθρός σου. Ἔτσι καὶ ὁ Χριστός, ποὺ οἱ ἐχθροί του τὸν ὕβριζαν Σαμαρείτην, ἐδείχθη εἰς τὴν καταπληγωμένην καὶ μισοπεθαμένην ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας ἀνθρωπότητα ὁ καλὸς καὶ ἀγαθὸς Σαμαρείτης, ποὺ διὰ νὰ τὴν ἰατρεὐσῃ ἀπὸ τὰς πληγάς της ὄχι μόνον κόπους ὑπέστη, ἀλλὰ καὶ εἰς θάνατον σωματικὸν ὑπεβλήθη.
Βίντεο με την Παραβολή του Καλού Σαμαρείτη
(Με ελληνικούς υπότιτλους)
Ο Ιησούς: ο καλός και αγαθός Σαμαρείτης της αγάπης
† Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη
Όγδοη Κυριακή του Λουκά σήμερα, αγαπητοί. Ο Ιησούς μας είπε την παραβολή του καλού Σαμαρείτου, που είναι ο Ίδιος. Καλός Σαμαρείτης είναι ο Χριστός μας, ο οποίος μας πήρε πάνω Του, τα έδωσε όλα, και πέθανε και ανέστη για μας. Και μας προσφέρει συνεχώς τα πάντα, μέχρι που να μας βάλει στην αιώνια ζωή, και εκεί θα είναι πια η μοναδική και ατελεύτητη χαρά και αγαλλίασή μας.
Καθώς ανέβαινε ο Ιησούς από την Γαλιλαία στα Ιεροσόλυμα, είχε καθίσει σε κάποιο μέρος και μιλούσε στους Μαθητάς και στο λαό. Κάποια στιγμή, ένας Νομοδιδάσκαλος σηκώθηκε και Τον ερώτησε τι να κάνει, για να κληρονομήσει την αιώνια ζωή. Και το κάνει αυτό με κακή πρόθεση, για να τον φέρει τάχα σε δύσκολη θέση και να του δείξει πως δε γνώριζε το νόμο. Και ο Ιησούς του είπε: «Εσύ είσαι Νομοδιδάσκαλος πώς διαβάζεις και πώς καταλαβαίνεις το νόμο; Τι λέει ο νόμος του Θεού;». Και του είπε: «Να αγαπάς τον Θεό μ’ όλη σου την ύπαρξη, και τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου». Και ο Ιησούς του λέει «Μπράβο! Έτσι να κάνεις και θα μπεις στην αιώνια ζωή». Αυτός όμως δυσκολεύτηκε λίγο, γιατί είχε ρωτήσει το αυτονόητο. Και Του λέει στη συνέχεια: «Ποιός είναι ο πλησίον;». Και ο Ιησούς είπε την παραβολή του καλού Σαμαρείτου.
Ένας άνθρωπος – Ιουδαίος φυσικά – κατέβαινε από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ και έπεσε σε ενέδρα ληστών. Τον γύμνωσαν, τον πλήγωσαν και τον άφησαν μισοπεθαμένο. Πέρασαν από εκεί ένας ιερεύς, τον είδε, και άλλαξε δρόμο. Και ένας Λευίτης το ίδιο. Ένας Σαμαρείτης, όμως, ήρθε επάνω του, τον ευσπλαχνίσθη, και τον εφρόντισε, του απολύμανε και του επούλωσε τις πληγές, βάζοντας λάδι και κρασί και τον ανέβασε στο ζώο του. Τον πήγε στο πανδοχείο, τον φρόντισε εκεί. Δηλαδή, λένε οι εξηγητές, έσκισε μέρος από τα ρούχα του και τον ενέδυσε, και ύστερα έμεινε μαζί του. Και την άλλη μέρα πήγε στον πανδοχέα, του ‘δώσε δύο δηνάρια – μεγάλο ποσό για την εποχή εκείνη – και του είπε: «Φρόντισε τον, και ‘γώ επιστρέφοντας για την πατρίδα μου, ό, τι ξοδέψεις παραπάνω θα στο δώσω».
Και ρώτησε στη συνέχεια ο Ιησούς τον Νομοδιδάσκαλο: «Ποιός είναι ο πλησίον από τους τρεις;». Και εκείνος, μη θέλοντας να πει ούτε το όνομα των Σαμαρειτών, λέει: «Ο ποίησας το έλεος μετ’ αυτού». Αυτός που έκανε την ευσπλαχνία. «Έ, του λέει ο Ιησούς, πορεύου κι σύ ποίει ομοίως».
Η παραβολή αυτή του καλού Σαμαρείτου Χριστού είναι συγκλονιστική. Δεν μπορούσε κανείς να βοηθήσει τον άνθρωπο, αφού έπεσε, ούτε ο ιερεύς, ούτε ο Λευίτης, «Ούτε άγγελος, ούτε άνθρωπος», όπως λέει στον Ησαΐα τον Προφήτη, «αλλά αυτός ο Κύριος». Ήλθε λοιπόν, ο Κύριος όχι από την Σαμάρεια αλλά από την Μαρία την Παρθένο και από το Πνεύμα το Άγιο, και μας πήρε πάνω του, και μας έσωσε. Και αυτό κάθε φορά που το ακούμε στην παραβολή, μας συγκλονίζει, μας γεμίζει και χαρά και ευγνωμοσύνη στο πρόσωπο και στο έργο του Σωτήρος μας Ιησού Χριστού. Εκείνο που απομένει σε εμάς και χρειάζεται να κάνομε είναι να Τον αγαπάμε, μ’ όλη μας την ψυχή και μ’ όλη μας την καρδιά, διότι ο Ιησούς είναι η πρώτη και η στερνή μας αγάπη. Και στο όνομά του να διακονούμε τον πλησίον, τον κάθε άνθρωπο, γιατί πλησίον σημαίνει, και είναι, αυτός ο οποίος έγινε από το ίδιο χώμα και από την ίδια δημιουργική πνοή. Πλησίον είναι ο κάθε άνθρωπος και ο Χριστός μας εν ετέρα μορφή. Ας το ‘χουμε υπόψη μας αυτό. Θα μας κάνει καλό.
† Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη (2009). ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, ΤΟΜΟΣ Β΄, Από την Κυριακή μετά την Πεντηκοστή, Λευκωσία: Περιοδικό «Ακτή», σελ.143-145.