Κυριακή Ε΄ Λουκᾶ: «H παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου»

 

Plousios kai Lazaros_mesa

Αναγνώσματα Κυριακής Ε΄ Λουκᾶ

Ο Απόστολος

Πρὸς Κορινθίους Β΄ Ἐπιστολῆς Παύλου
Κεφ.  ια΄ 31 – ιβ΄ 9

Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι. Ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης Ἀρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν Δαμασκηνῶν πόλιν πιάσαι με θέλων, καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ. Καυχᾶσθαι δὴ οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι γὰρ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου. Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. Καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι. Ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου. Ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ· φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ. Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι. Ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾿ ἐμοῦ· καὶ εἴρηκέ μοι· Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. Ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.

Απόδοση στη Νεοελληνική:

Αδελφοί, ο Θεός και Πατέρας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού -ας είναι ευλογημένο το όνομά του στους αιώνες- ξέρει ότι δε λέω ψέματα. Στη Δαμασκό, ο διοικητής-εκπρόσωπος του βασιλιά Αρέτα έβαλε φρουρούς σε όλη την πόλη για να με συλλάβει. Μέσα όμως από ένα άνοιγμα του τείχους με κατέβασαν με καλάθι και ξέφυγα από τα χέρια του. Δε με συμφέρει βέβαια να καυχηθώ· θα το κάνω όμως, γιατί πρόκειται για οράματα κι αποκαλύψεις που μου χάρισε ο Κύριος. Ξέρω έναν άνθρωπο πιστό, ο οποίος πριν από δεκατέσσερα χρόνια ανυψώθηκε μέχρι και τον τρίτο ουρανό -δεν ξέρω αν ήταν με το σώμα του ή χωρίς το σώμα, αυτό ο Θεός το ξέρει. Ξέρω ότι αυτός ο άνθρωπος -ή ήταν με το σώμα ή χωρίς το σώμα δεν το ξέρω, ο Θεός το ξέρει- μεταφέρθηκε ξαφνικά στον παράδεισο κι άκουσε λόγια που δεν μπορεί ούτε επιτρέπεται να τα πει άνθρωπος. Γι’ αυτόν τον άνθρωπο θα καυχηθώ· για τον εαυτό μου όμως δε θα καυχηθώ, παρά μόνο για τις ταλαιπωρίες μου. Άμα θελήσω, λοιπόν, να καυχηθώ, δε θα φανώ ανόητος, γιατί θα πω την αλήθεια. Το αποφεύγω όμως, μήπως εξαιτίας του μεγαλείου των αποκαλύψεων, με θεωρήσει κανείς παραπάνω απ’ αυτό που βλέπει ή ακούει από μένα. Για να μην υπερηφανεύομαι όμως, ο Θεός μού έδωσε ένα αγκάθι στο σώμα μου, έναν υπηρέτη τού σατανά να με ταλαιπωρεί, ώστε να μην υπερηφανεύομαι. Γι’ αυτό το αγκάθι τρεις φορές παρακάλεσα τον Κύριο να το διώξει από πάνω μου. Η απάντησή του ήταν: «Σου αρκεί η χάρη μου, γιατί η δύναμή μου φανερώνεται στην πληρότητά της μέσα σ’ αυτή την αδυναμία σου». Με περισσότερη ευχαρίστηση, λοιπόν, θα καυχηθώ για τις ταλαιπωρίες μου, για να κατοικήσει μέσα μου η δύναμη του Χριστού.

Το Ευαγγέλιο

Ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν
Κεφ. ιστ΄ 19-31

Εἶπεν ὁ Κύριος· Ἄνθρωπος τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον, εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς. Πτωχὸς δέ τις ἦν, ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος, καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. Ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ. Ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. Καὶ ἐν τῷ Ἅδη ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τὸν ᾿Αβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν, καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. Καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· Πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον, ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος, καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου· ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ. Εἶπε δὲ Ἀβραάμ· Τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι· Καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν. Εἶπε δέ· Ἐρωτῶ οὖν σε, Πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου. Λέγει αὐτῷ Ἀβραάμ· Ἔχουσι Μωσέα καὶ τοὺς Προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. Ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί, Πάτερ Ἀβραάμ· ἀλλ᾿ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν. Εἶπε δὲ αὐτῷ· Εἰ Μωσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται.

Απόδοση στη Νεοελληνική:

Είπε ο Κύριος: «Κάποιος άνθρωπος ήταν πλούσιος, φορούσε πολυτελή ρούχα και το τραπέζι του κάθε μέρα ήταν λαμπρό. Κάποιος φτωχός όμως, που τον έλεγαν Λάζαρο, ήταν πεσμένος κοντά στην πόρτα του σπιτιού του πλουσίου, γεμάτος πληγές, και προσπαθούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Έρχονταν και τα σκυλιά και του έγλειφαν τις πληγές. Κάποτε πέθανε ο φτωχός, και οι άγγελοι τον πήγαν κοντά στον Αβραάμ. Πέθανε κι ο πλούσιος και τον έθαψαν. Στον άδη που ήταν και βασανιζόταν, σήκωσε τα μάτια του και είδε από μακριά τον Αβραάμ και κοντά του το Λάζαρο. Τότε φώναξε ο πλούσιος και είπε: “πατέρα μου Αβραάμ, σπλαχνίσου με και στείλε το Λάζαρο να βρέξει με νερό την άκρη του δάχτυλού του και να μου δροσίσει τη γλώσσα, γιατί υποφέρω μέσα σ’ αυτή τη φωτιά”. Ο Αβραάμ όμως του απάντησε: “παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες την ευτυχία στη ζωή σου, όπως κι ο Λάζαρος τη δυστυχία. Τώρα λοιπόν αυτός χαίρεται εδώ, κι εσύ υποφέρεις. Κι εκτός απ’ όλα αυτά, υπάρχει ανάμεσά μας μεγάλο χάσμα, ώστε αυτοί που θέλουν να διαβούν από ’δω σ’ εσάς να μην μπορούν· ούτε οι από ’κει μπορούν να περάσουν σ’ εμάς”. Είπε πάλι ο πλούσιος: “τότε σε παρακαλώ, πατέρα, στείλε τον στο σπίτι του πατέρα μου, να προειδοποιήσει τους πέντε αδερφούς μου, ώστε να μην έρθουν κι εκείνοι σ’ αυτόν εδώ τον τόπο των βασάνων”. Ο Αβραάμ του λέει: “έχουν τα λόγια του Μωυσή και των προφητών· ας υπακούσουν σ’ αυτά”. “Όχι, πατέρα μου Αβραάμ”, του λέει εκείνος, “δεν αρκεί· αλλά αν κάποιος από τους νεκρούς πάει σ’ αυτούς, θα μετανοήσουν”. Του λέει τότε ο Αβραάμ: “αν δεν υπακούνε στα λόγια του Μωυσή και των προφητών, ακόμη κι αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς, δεν πρόκειται να πεισθούν”».

Σχόλια από τον τυφλό βοσκό Χασιώτη Ιωάννη

Στην ευαγγελική περικοπή της Κυριακής Ε΄ Λουκᾶ:

Ο Κύριος είναι ο Δίκαιος Κριτής πλουσίων και πτωχών

† Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη

Πέμπτη Κυριακή του Λουκά σήμερα, αγαπητοί, και το άγιο Ευαγγέλιο αναφέρεται στην παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου, την οποίαν είπε ο Ιησούς στους ακροατάς Του, επί τη ευκαιρία κάποιας ομιλίας Του πάνω στο θέμα του πλούτου.

Τους είπε στην αρχή για τον πιστό και φρόνιμο εκείνο οικονόμο της αδικίας, ο οποίος έκαμε καλή χρήση του άδικου πλούτου και ωφελήθηκε. Εδώ όμως, στην παραβολή που λέει στη συνέχεια του πλουσίου και του Λαζάρου, ο πλούσιος έκανε κακή χρήση του πλούτου και χάθηκε έστω και αν τον πλούτο δεν τον είχε με αδικίες. Το κέντρο βάρους πέφτει στο γεγονός της χρήσεως του πλούτου, με την έννοια αν σκεφτήκαμε και το άλλον, τον πλησίον, γιατί ο Θεός μας δίνει τα καλά για να φάνε και οι άλλοι, να βοηθήσουμε και τους άλλους. Εκείνος όμως ξέχασε πως υπάρχουν και άλλοι.

Στην πόρτα του απ’ έξω ήταν παραπεταμένος ο φτωχός, άρρωστος και μόνος, Λάζαρος. Του ‘δειχνε ο Θεός χρυσή ευκαιρία να κάμει ένα καλό, να τον ευσπλαγχνιστεί, να του δώσει να φάει, να τον μαζέψει και να του φερθεί με αγάπη και καλοσύνη. Δεν το έκαμε αυτό, παρά μονάχα ντυνότανε λαμπρώς και έτρωγε, επίσης, και ευφραινότανε. Όμως τα εδώ έχουν τέλος. Δοκιμασία είναι να έχεις πλούτο. Και δοκιμασία είναι να είσαι φτωχός και άρρωστος. Έδωσαν εξετάσεις και οι δύο και ο πλούσιος και ο Λάζαρος. Ο πλούσιος απέτυχε. Ο Λάζαρος επέτυχε δεν τον βλέπουμε να μιλάει και να κατακρίνει τον πλούσιο και να κάνει το ‘να και τα’ άλλο, αλλά τον βλέπουμε να κάνει υπομονή, να έχει εμπιστοσύνη στο Θεό. Άλλωστε το όνομα Λάζαρος σημαίνει ο Θεός είναι βοηθός. Και όντως ήταν βοηθός του ο Κύριος.

Πέθανε ο Λάζαρος και τον πήρανε οι άγγελοι και τον πήγαν στον ουρανό. Υπάρχει κι άλλη ζωή και Κρίση και ανταπόδοση. Πέθανε και ο πλούσιος και τον έθαψαν. Και μετά άλλαξε το σκηνικό. Στον ουρανό, εκεί που ήταν στην άλλη πλάση, στον Άδη, κάποια στιγμή σήκωσε τα μάτια του και βλέπει τον Αβραάμ και τον Λάζαρο στην αγκάλη του. Και τότε του κακοφάνηκε. Τότε στεναχωρήθηκε. Είχε παιδαγωγηθεί στον Άδη, αλλά εις μάτην. Και παρεκάλεσε τον Αβραάμ να στείλει τον Λάζαρο και να του δώσει μια σταγόνα νερό, εκείνος που δεν έδινε ένα ψίχουλο στον Λάζαρο πάνω σ’ αυτή τη ζωή. Κι ο Αβραάμ του είπε τη μεγάλη κουβέντα: «Μη ξεχνάς», του λέει, «πλούσιε» -σε εισαγωγικά το πλούσιε –«πως εσύ στη γη απόλαυσες τα αγαθά σου και ο Λάζαρος ομοίως κακά. Τώρα αυτός ευφραίνεται κι εσύ πληρώνεις, ταλαιπωρείσαι. Κι ακόμα ανάμεσά μας υπάρχει μεγάλο χάσμα, που δεν μπορεί να γίνει τίποτα». Αυτό είναι φοβερό.

Και αφού είδε ο πλούσιος πως δεν έβγαινε τίποτα για τον εαυτό του, θυμήθηκε τα αδέλφια του πάνω στη γη. Και παρεκάλεσε τον Αβραάμ, να στείλει τον Λάζαρο και να τους πει να μην κάνουν τα ίδια που έκανε κι αυτός, για να μην έλθουν στον τόπο της βασάνου, όπου εκείνος. Κι ο Αβραάμ του είπε: «Δεν γίνεται. Έχουν τον Μωυσή και τους Προφήτες, τον θείο Νόμο. Έχουν τη συνείδησή τους, έχουν τόσα παραδείγματα και τόσες διδασκαλίες, από τη φύση ακόμα».

Αλλά επέμενε ο πλούσιος και του είπε: «αν στείλεις τον Λάζαρο, αν αναστηθεί ο Λάζαρος και πάει, τότε θα πεισθούν». Και τελειώνει εδώ η παραβολή, με τα λόγια του Αβραάμ, ότι: «Άμα δεν πιστεύουν στο Μωυσή και στους Προφήτες και στο Νόμο, ούτε και αν αναστηθεί κάποιος θα πεισθούν». Αυτό είναι αλήθεια. Αφού αργότερα, στα χρόνια του Χριστού, ανέστη ο Λάζαρος ο ομώνυμος, ο φίλος του Χριστού, και δεν τον πίστεψαν. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά ήθελαν να φονεύσουν και το Λάζαρο οι Ιουδαίοι, για να μην πηγαίνουν οι άνθρωποι και βλέπουν τον αναστημένο Λάζαρο και πιστεύουν στον Ιησού, αλλά και στο τέλος ούτε και στον ίδιο το Χριστό, που ανέστη, δεν επίστευσαν.

Το χειρότερο κακό στον άνθρωπο είναι η πώρωση, η δαιμονοποίηση της υπάρξεώς του, η φυλακή του, το κλείσιμο και το κάστρο του αυτισμού του. Ο Θεός να μας φυλάει από τέτοια πώρωση. Κι αν είμαστε πλούσιοι, να μας φωτίζει να φερόμεθα με καλοσύνη και δικαιοσύνη στους πτωχούς, και να τους φροντίζουμε, γιατί είναι ο ίδιος ο Χριστός. Κι αν είμαστε φτωχοί, να κάνομε υπομονή και να ‘χομε την απαντοχή μας στο Θεό, που ‘ναι ο πλούτος όλων και περισσότερο ο πλούτος των πτωχών.

† Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη (2009). ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, ΤΟΜΟΣ Β΄, Από την Κυριακή μετά την Πεντηκοστή, Λευκωσία: Περιοδικό «Ακτή», σελ.121-124

Πηγή 1

Πηγή 2

Ο Κύριος είναι ο Δίκαιος Κριτής πλουσίων και πτωχών
Μοιράσου το!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *