Κυριακή Ζ’ Λουκά: «Η ανάσταση της κόρης του Ιαείρου
& η θεραπεία της αιμορροούσης»
Περιεχόμενα
Αναγνώσματα Κυριακής Ζ΄ Λουκᾶ
Ο Απόστολος
Πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολῆς Παύλου
Κεφ. α΄ 11-19
Ἀδελφοί, γνωρίζω ὑμῖν, τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ᾿ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι᾿ ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἠκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ, ὅτι καθ᾿ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, καὶ προέκοπτον ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων. Ὅτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς Ἀραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν. Ἔπειτα μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε· Ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.
Απόδοση στη Νεοελληνική:
Πρέπει να ξέρετε, αδερφοί μου, πως το ευαγγέλιο που σας κήρυξα εγώ δεν προέρχεται από άνθρωπο. Γιατί κι εγώ ούτε το παρέλαβα ούτε το διδάχτηκα από άνθρωπο, αλλά μου το αποκάλυψε ο Ιησούς Χριστός. Ασφαλώς έχετε ακούσει για τη διαγωγή μου όσον καιρό ανήκα στην ιουδαϊκή θρησκεία, ότι καταδίωκα με πάθος την εκκλησία του Θεού και προσπαθούσα να την εξαφανίσω. Και πρόκοβα στον ιουδαϊσμό πιο πολύ από πολλούς συνομήλικους συμπατριώτες μου, γιατί είχα μεγαλύτερο ζήλο για τις προγονικές μου παραδόσεις. Ο Θεός όμως με είχε ξεχωρίσει από την κοιλιά της μάνας μου και η χάρη του με είχε καλέσει να τον υπηρετήσω. Όταν, λοιπόν, ευδόκησε να μου αποκαλύψει τον Υιό του για να φέρω στους εθνικούς το χαρμόσυνο μήνυμα γι’ αυτόν, δε στηρίχθηκα σ’ ανθρώπινες δυνάμεις· ούτε ανέβηκα στα Ιεροσόλυμα να δω εκείνους που ήταν απόστολοι πριν από μένα, αλλά έφυγα στην Αραβία, και ύστερα ξαναγύρισα στη Δαμασκό. Έπειτα, μετά από τρία χρόνια, ανέβηκα στα Ιεροσόλυμα να γνωρίσω από κοντά τον Πέτρο, κι έμεινα κοντά του δεκαπέντε μέρες. Άλλον απόστολο δεν είδα, παρά τον Ιάκωβο, τον αδερφό του Κυρίου.
Το Ευαγγέλιο
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
Κεφ. η΄ 41-56
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ, ᾧ ὄνομα Ἰάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς Συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ· ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ, ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν. Ἐν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν, οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. Καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις, ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον, οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, προσελθοῦσα ὄπισθεν, ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· Τίς ὁ ἁψάμενός μου; Ἀρνουμένων δὲ πάντων, εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· Ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις Τίς ὁ ἁψάμενός μου; Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ. Ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ, δι᾿ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ, ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· Θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην. Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος, ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου, λέγων αὐτῷ· ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν Διδάσκαλον. Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ, λέγων· Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. Εἰσελθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν, οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα, εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. Ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. Ὁ δὲ εἶπε· Μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει. Καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν. Αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας, καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς, ἐφώνησε λέγων· Ἡ παῖς, ἐγείρου. Καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. Καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτῆς. Ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς, μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.
Απόδοση στη Νεοελληνική:
Εκείνο τον καιρό, ήρθε κάποιος που τον έλεγαν Ιάειρο και ήταν άρχοντας της συναγωγής. Αυτός έπεσε στα πόδια του Ιησού και τον παρακαλούσε να πάει στο σπίτι του, γιατί είχε μια μοναχοκόρη δώδεκα χρόνων, που ήταν ετοιμοθάνατη. Την ώρα που ο Ιησούς βάδιζε προς το σπίτι, τα πλήθη τον περιέβαλλαν ασφυκτικά. Κάποια γυναίκα, που υπέφερε από αιμορραγία δώδεκα χρόνια και είχε ξοδέψει όλη της την περιουσία στους γιατρούς, χωρίς κανένας να μπορέσει να την κάνει καλά, πήγε πίσω από τον Ιησού, άγγιξε την άκρη του ρούχου του, κι αμέσως η αιμορραγία της σταμάτησε. Τότε ο Ιησούς είπε: «Ποιος με άγγιξε;» Ενώ όλοι αρνιούνταν, ο Πέτρος και όσοι ήταν μαζί του έλεγαν: «Διδάσκαλε, οι όχλοι έχουν στριμωχτεί κοντά σου και σε πιέζουν κι εσύ λες ποιος με άγγιξε;» Ο Ιησούς όμως είπε: «Κάποιος με άγγιξε, γιατί εγώ ένιωσα να βγαίνει από μένα δύναμη». Μόλις η γυναίκα είδε ότι δεν ξέφυγε την προσοχή του, ήρθε τρέμοντας κι έπεσε στα πόδια του και μπροστά σ’ όλο τον κόσμο τού είπε για ποια αιτία τον άγγιξε κι ότι είχε γιατρευτεί αμέσως. Εκείνος της είπε: «Θάρρος, κόρη μου, η πίστη σου σε έσωσε· πήγαινε στο καλό». Ενώ ο Ιησούς ακόμα μιλούσε, ήρθε κάποιος από το σπίτι του άρχοντα της συναγωγής και του λέει: «Η κόρη σου πέθανε· μην ενοχλείς πια το δάσκαλο». Όταν το άκουσε ο Ιησούς, του είπε: «Εσύ μη φοβάσαι, μόνο πίστευε, και θα σωθεί». Φτάνοντας στο σπίτι, δεν άφησε κανέναν να μπει μέσα μαζί του, εκτός από τον Πέτρο, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο, καθώς και τον πατέρα και τη μητέρα του κοριτσιού. Όλοι έκλαιγαν και τη θρηνολογούσαν. Ο Ιησούς όμως τους είπε: «Μην κλαίτε· δεν πέθανε, αλλά κοιμάται». Εκείνοι τον περιγελούσαν, βέβαιοι πως είχε πεθάνει. Ο Ιησούς, αφού τους έβγαλε όλους έξω, έπιασε το κορίτσι από το χέρι και του είπε δυνατά: «Κορίτσι, σήκω!» Το πνεύμα της επέστρεψε κι αυτή αμέσως σηκώθηκε. Ο Ιησούς τότε διέταξε να της δώσουν να φάει. Οι γονείς της έμειναν κατάπληκτοι. Εκείνος όμως τους είπε να μην πουν σε κανέναν τι είχε γίνει.
Σχόλια από τον τυφλό βοσκό Χασιώτη Ιωάννη
Στην ευαγγελική περικοπή της Κυριακής Ζ΄ Λουκᾶ:
Ο Κύριος θεραπεύει τις αρρώστιες και ανασταίνει νεκρούς
† Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη
Έβδομη Κυριακή του Λουκά σήμερα, αγαπητοί. Το ιερό Ευαγγέλιο μας μιλάει για δύο μεγάλα θαύματα, τα οποία έκανε ο Χριστός στην Καπερναούμ, τη δεύτερη πατρίδα Του, αφού είχε γυρίσει από τη χώρα των Γαδαρηνών, που Τον έδιωξαν, όπως είπαμε σε προηγούμενη Κυριακή, οι κάτοικοί της. Τον περίμεναν, όμως, στην Καπερναούμ αμέτρητοι, κι ανάμεσά τους ξεπρόβαλε σε κάποια στιγμή ο άρχων της Συναγωγής Ιάειρος, που στα Ελληνικά σημαίνει Φώτιος, ο οποίος είχε μια μονάκριβη κόρη, που ήταν στα τελευταία της.
Ο πόνος και η αγάπη μας οδηγούν στη ζωή. Ίσως είχε ακούσει για το Χριστό, αλλά δεν Τον είχε δει ποτέ δεν είχε πάει, δηλαδή κοντά Του. Τώρα ο πόνος για τη θυγατέρα του και η αγάπη γι’ αυτήν, τον έφεραν μπροστά στα πόδια του Χριστού. Και παρεκάλεσε τον Κύριο, αφού γονάτισε ενώπιον Του, να κάνει γρήγορα, να πάει στο σπίτι του, να θεραπεύσει την κόρη του. Είχε λίγη πίστη, αλλ’ ο Χριστός και το λίγο το δέχεται και το κάνει πολύ, ενώ ο Εκατόνταρχος Του είπε: «Κι από μακριά, Κύριε, μπορείς να θεραπεύσεις τον δούλο μου τον άρρωστο». Τι διαφορά! Κι ο Κύριος αμέσως σηκώθηκε, να πάει. Τι καταδεχτικός είναι, τι εύσπλαχνος, και τι φιλάνθρωπος και τι άρχοντας! Ο άρχοντας της Συναγωγής συνάντησε τον Άρχοντα της ειρήνης και της αγάπης, τη Ζωή και την Ανάσταση. Πήγαινε, λοιπόν, ο Χριστός, και φαίνεται ήταν σε δημόσιο χώρο που Τον κάλεσε στο σπίτι του ο Αρχισυνάγωγος, έτρεξαν πλήθη αμέτρητα από περιέργεια, από θαυμασμό και απ’ ό,τι άλλο.
Και καθώς επήγαιναν εκεί και κινδύνευε ο Χριστός να συνθλιβεί από το πλήθος, ανάμεσά τους άλλη μια πονεμένη ύπαρξη μια αιμορροούσα γυναίκα, που χρόνια δώδεκα υπέφερε, καταξοδεύτηκε στους γιατρούς και καλό δεν βρήκε. Είχε όμως μέσα της πίστη και είπε: «Αν ακουμπήσω το άκρον του ενδύματος του Ιησού, θα γίνω καλά». Το ‘πε και το ΄κανε. Κι έγινε καλά. Κι ο Χριστός αισθάνθηκε –Θεάνθρωπος ών –αυτό που συνέβη. Και εγύρισε και είπε: «Ποιος με ακούμπησε;». O Ιησούς ήξερε τι έλεγε˙ ποιος Τον ακούμπησε με πίστη. Κι εμείς μπορεί να ακουμπάμε τον Ιησού με τον Άγιον Άρτο, τη Θεία Μετάληψη, αλλά πολλές φορές δύναμη δεν παίρνομε, και Χάρη δεν βρίσκομε, γιατί δεν ακουμπάμε με πίστη.
Και η γυναίκα παρουσιάστηκε μπροστά Του, τρέμοντας η καημένη κι απ’ το θαύμα που έγινε, κι απ’ το φόβο που είχε, γιατί όσοι έπασχαν απ’ αυτή την αρρώστια, ήσαν νομικώς ακάθαρτοι και απεβάλλοντο από τους δήθεν σπουδαίους, και Του είπε όλη την αλήθεια. Κι ο Ιησούς την είπε θυγατέρα Του. Έτσι είναι η πίστη. Είναι σχέση, είναι σύνδεση, είναι ομορφιά. Και της έδωσε την ειρήνη Του και τη χάρη Του.
Κόντευαν να φτάσουν σπίτι του Ιάειρου και κάποιος οικιακός ήλθε και Του είπε, πως: «Πέθανε το παιδί σου. Μην κουράζεις τον Δάσκαλο». Ο Ιησούς, όμως, του έδωσε θάρρος ακόμη και στον θάνατο. «Μη φοβάσαι έχε πίστη και θα σωθεί». Φτάσαν εκεί πέρα, και ρώτησαν τι γίνεται. Και είπαν πάλι αυτό: «Πέθανε». Κι ο Ιησούς είπε: «Δεν πέθανε, αλλά κοιμάται». Κι οι άλλοι Τον περιγελούσαν, αφού ήξεραν πως πέθανε. Κι αυτό το περιγέλασμα είχε το θετικό του. Απέδειξε πως όντως είχε πεθάνει και μετά όντως έγινε ανάσταση. Ο Χριστός πάντα απ’ το πικρό βγάζει και το γλυκό. Αυτή είναι η ομορφιά Του.
Και μπήκε μέσα, έβγαλε έξω όλους, εκτός από τους τρείς Μαθητάς και τους γονείς της κόρης, την ακούμπησε, την πήρε απ’ το χέρι και της λέει: «Κόρη, σήκω». Και σηκώθηκε αμέσως, όπως και η αιμορροούσα θεραπεύθηκε αμέσως. Αυτή είναι η χάρη του Χριστού. Και ύστερα είπε να της δώσουν να φάει, να επανέλθει στη ζωή και στις λειτουργίες της. Ήταν όντως ανάσταση, θαύμα μέγα Χριστού. Και είπε στους γονείς, να μην πουν πουθενά τίποτα. Θα το μάθαιναν όλοι φυσικά, αλλά ήθελε ν αποφύγει το φθόνο των εχθρών Του.
Ω Ιησού μου γλυκύτατε! Ακόμη και τους εχθρούς Σου φροντίζεις! Πώς να μην σε αγαπάμε! Πώς να μη Σε λατρεύουμε! Και πώς να μη Σε πιστεύουμε, μ’ όλη μας την καρδιά!
† Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη (2009). ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, ΤΟΜΟΣ Β΄, Από την Κυριακή μετά την Πεντηκοστή, Λευκωσία: Περιοδικό «Ακτή», σελ.138-141.