+ Μοναχού Μωυσή Αγιορείτη
Το κοσμοϊστορικό, κοσμοχαρμόσυνο, μεγάλο, μοναδικό και ανεπανάληπτο θαύμα της αναστάσεως του Χριστού αποτελεί το κέντρο των εορτών της αγίας μητέρας μας Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι αναμφισβήτητα η «εορτή των εορτών και πανήγυρις των πανηγύρεων» κατά τον ωραιότατο αναστάσιμο κανόνα του αγίου Ιωάννου του Δαμάσκηνου.
Η χαρά της αναστάσεως είναι γεγονός που πηγάζει από την απαράμιλλη βεβαιότητα ότι ο Αναστηθείς Χριστός, μας μετάγγισε την αναστημένη θεανθρώπινη ζωή του, καταργώντας το θάνατο, «θανάτω θάνατον πατήσας» κατά το εξαίσιο τροπάριο. Ο πρώτος λόγος του Χριστού μετά την ανάσταση στις καταπληκτικές μυροφόρες είναι: «χαίρετε». Η χαρά αυτή δεν προέρχεται από ένα εφήμερο συναισθηματισμό, από ένα γλυκανάλατο συναίσθημα, από μία τεχνητή χαρμονή. Πρόκειται για την ημέρα της αναστάσεως του Κυρίου, για πανευφρόσυνο άγγελμα, που κατευφραίνει τους λαούς. Για τη βέβαιη νίκη του θανάτου διά του θανάτου του Χριστού. Μέχρι την ώρα εκείνη οι άνθρωποι γνώριζαν πως η επίγεια ζωή εκεί τελειώνει. Το φώς το πλούσιο της αναστάσεως διαμηνύει περίτρανα ότι τώρα «ζωή πολιτεύεται και νεκρός ουδείς εν τω μνήματι».
Ο Χριστός με την ανάστασή του μας χάρισε την αιώνια ζωή. Μεταλαμβάνοντας το σώμα και το αίμα Του λαμβάνουμε το σπέρμα της αναστάσεως. Στην πασχαλινή, νυκτερινή, θεία Λειτουργία αναγιγνώσκεται μία περικοπή από το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, όπου παρουσιάζεται ο Χριστός ως Φωτοδότης, Σωτήρας και Λυτρωτής. Η ζωή του Θεού είναι η κοινωνία της αγάπης του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Η ζωή της αγάπης φανερώνεται και προσφέρεται με την ανάσταση του Χριστού που φωτίζει και χαροποιεί τον κόσμο. Το άχαρο σκοτάδι και η παγερή ακοινωνησία της αμαρτίας αδυνατεί ν’ αναστείλει το αναστάσιμο φως, γιατί κατά τον υπέροχο υμνωδό «νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια· εορταζέτω γουν πάσα κτίσις την έγερσιν Χριστού εν η εστερέωται».
Ο άνθρωπος καλείται ελεύθερα να δεχθεί το φως στη ζωή του, την κοινωνία αγάπης με το Χριστό, που θα του χαρίσει την αληθινή χαρά. Ο Χριστός ποτέ δεν επεμβαίνει δυναστικά στη ζωή των ανθρώπων. Ηθελημένα πολλοί, παρασυρμένοι από τα πάθη της οιήσεως και της φιλαυτίας, επέλεξαν το σκοτάδι και όχι το φως στη ζωή τους. Όσοι όμως άφησαν ταπεινά ανοιχτές τις καρδιές τους δέχθηκαν τη χάρη της υιοθεσίας, γινόμενοι χαριτωμένα τέκνα Θεού. Πρόκειται για πράξη αναγεννητική και μεταμορφωτική, προσωπικής αναστάσεως και ανατάσεως, για νέο τρόπο υπάρξεως του ανθρώπου στη χαρισματική κοινωνία του Θεού. Ο Χριστός από αγάπη προσέλαβε στη θεία του φύση την ανθρώπινη φύση, δίχως την αμαρτία, όχι για να την αφομοιώσει, αλλά για να μας παρουσιάσει τον αληθινό άνθρωπο και να τον ανυψώσει με την ένδοξη ανάστασή του στα δεξιά του Ουρανίου Πατρός.
Ο Αναστηθείς Χριστός, η Αυτοαλήθεια, μας δωρίζει νέο τρόπο υπάρξεως. Ο πιστός μετέχοντας σε προσωπική κοινωνία με τον ζώντα Χριστό χριστοποιείται, χαριτώνεται, αγιάζεται. Μόνο τότε και έτσι ο άνθρωπος ζει την αληθινή ζωή, την χριστοζωή, γιατί νεκρώνει τη ζωή της αμαρτίας, των αντίθεων παθών, του φοβερού εγωκεντρισμού και του αυτονομιστικού ατομισμού. Ο αληθινός χριστιανός δεν ζει για τον εαυτό του, αλλά για τον «υπέρ ημών αποθανόντα και αναστάντα Κύριον». Συνδεόμενος θυσιαστικά με τον Σταυροαναστηθέντα Χριστό ζει την προσωπική του αναγέννηση και ανάσταση.
Με την ανάσταση του Χριστού, την ακράδαντη πίστη σε αυτή και τη ζωή της χάριτος, λαμβάνουμε τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Μας τ’ αναφέρει λεπτομερώς ο θεσπέσιος Απόστολος Παύλος στην ωραία επιστολή του προς τους Γαλάτες: «ο καρπός του Πνεύματος έστιν αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, αγαθωσύνη, πίστις, πραότης, εγκράτεια». Τα χαρίσματα δεν είναι απλά συναισθήματα, αποτελέσματα ωραίων σκέψεων, είναι η θεία Χάρη, η ευλογία του Θεού, οι ουράνιες δωρεές, στον ταπεινό αγωνιστή, στον σταυροφόρο και σταυρωμένο χριστιανό. Είναι τα δώρα που δεχόμαστε μέσα στην Εκκλησία με την ανάσταση του Χριστού.
Μόνο όποιος έχει γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα, είναι αληθινό και υπάκουο τέκνο της Εκκλησίας μπορεί να είναι χαριτωμένος και χαρούμενος και να μην είναι σκυθρωπός, κατηφής και μισοκακόμοιρος. Η Εκκλησία μας διασαλπίζει προς όλους περίτρανα τη νύχτα της αναστάσεως διά της θεοκίνητης γλώσσας του ιερού Χρυσοστόμου: «Μηδείς οδυρέσθω πταίσματα, συγγνώμη εκ του τάφου ανέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον, ηλευθέρωσε γαρ ημάς ο του Σωτήρος θάνατος». Αυτή είναι η πολύτιμη πραγματικότητα της αναστάσεως απ’ όπου πηγάζει η μακάρια χαρά.
Ο Χριστός με την ανάστασή του μας ενώνει μαζί του. Η αγάπη του Αναστάντος Ιησού μας κάνει παιδιά του. Έτσι γινόμαστε όλοι μεταξύ μας αδέλφια. Γι’ αυτό μας προτρέπει ο υμνωδός: «αλλήλους περιπτυξώμεθα» και «τοις μισούσιν ημάς, συγχωρήσωμεν πάντα τη αναστάσει και ούτω βοήσωμεν Χριστός ανέστη».
Είναι γνωστό, αγαπητοί μου αδελφοί ότι από την Κυριακή του Πάσχα αναγιγνώσκεται το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, που συνεχίζεται όλες τις Κυριακές του πανευφρόσυνου Πεντηκοσταρίου. Ο θείος και ιερός ευαγγελιστής Ιωάννης, ο πρώτος θεολόγος της Εκκλησίας μας, ο αγαπημένος μαθητής του Κυρίου, ο συνοδός της Θεοτόκου, μας έδωσε ένα απαράμιλλο κείμενο, όντως θεοχαρίτωτο, η υψηλή πνευματικότητα του οποίου κρύβεται στην απαλότητα μάλλον του λόγου και τη μία κάποια θα λέγαμε αδεξιότητά του και όχι στη φιλοσοφική ή ποιητική του δημιουργία και έκφραση. Πρόκειται αδιαμφισβήτητα για την πιο πνευματική γραφή όλου του χριστιανικού κόσμου.
Ο ευαγγελιστής Ιωάννης μας οδηγεί στο χαρμόσυνο φως του Αναστάντος Χριστού. Μας λέγει πως αποστολή που του ανέθεσε ο ίδιος ο Θεός είναι να μαρτυρήσει περί του φωτός, να μας πει φιλικά και αδελφικά, ποιός είναι ο κύριος φωτοδότης, το φως του οποίου διώχνει όλα τα πυκνά και πηχτά σκοτάδια και χαρίζει την αιώνια ζωή. Μόνο ο Χριστός είναι το αληθινό φως, το κατ’ εξοχήν φως, το κυρίως φως, το ζωοπάροχο. Εν τούτοις οι άνθρωποι άφησαν το φως κι έτρεξαν να ψάχνουν μάταια για άλλα φώτα, που τάχα θα τους χαροποιήσουν. Όσοι ακολουθούν αυτό το φως της αληθείας καθίστανται υιοί φωτός, φωτόμορφα τέκνα της Εκκλησίας. Αφετηρία της νέας ζωής ως υιών του Θεού είναι το πανάγιο θέλημα του Πανάγαθου Θεού.
Τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου ο ιερέας στην Ωραία Πύλη μας προσκαλεί να παραλάβουμε «φως εκ του ανεσπέρου φωτός». Οι πιστοί σπεύδουν να ανάψουν τις πασχαλινές λαμπάδες τους και μετά τη θεία λειτουργία το μεταφέρουν προσεκτικά στα σπίτια τους, για να τα φωτίσουν και ν’ ανάψουν το καντήλι τους, και να το διατηρήσουν αναμμένο επί σαράντα ημέρες. Είναι το ευλογημένο αναστάσιμο φως. Το φως αυτό πηγάζει από την όντως ζωή, την αυτοζωή, τον Ιησού Χριστό, το αυτοφώς, που νίκησε το ηθικό και οντολογικό σκοτάδι, που φώτισε τον άδη και νίκησε το θάνατο.
Το αναστάσιμο φως των αναμμένων λαμπάδων συμβολίζει επίσης το ζωογόνο φως της ορθοδόξου πίστεως, που θα πρέπει να πυρπολεί τα βάθη των καρδιών μας. Το φως αυτό το άναψε η ευλάβεια της μητέρας, η ευσέβεια του πατέρα, ο φόβος του Θεού του αναδόχου, ο ζήλος του κατηχητή, η ασίγαστη μέριμνα του ιεροκήρυκα, του καλού ποιμένα της ενορίας μας, που θα πρέπει να μνημονεύσουμε ευγνώμονα τα ονόματά τους στην πασχαλινή αναίμακτη θεία ιερουργία. Το φώς της πίστεώς μας θερμαίνει στους μακρούς χειμερινούς παγετούς, στα πικρά κύματα του ταραγμένου πελάγους της παρούσης ζωής.
Ήλθε ο Χριστός στον κόσμο για να αναστήσει, αναμορφώσει και ζωοποιήσει τους «τεθανατωμένους τη αμαρτία». Με την πρώτη διά της μετανοίας αυτή ανάσταση των ανθρώπων δεν ολοκληρώθηκε το έργο του. Με τη δική του ανάσταση χαρίζει και τη δική μας ανάσταση, αφού αυτός είναι η ζωή και η ανάσταση των ανθρώπων. Ο Χριστός τρεις δεκαετίες μένει στην αδοξία, την αφάνεια και τη σιωπή. Μας διδάσκει κι έτσι. Μας νουθετεί να προετοιμαζόμαστε καλά. Να μαθητεύουμε στην ταπείνωση. Ν’ αγαπάμε το αδιαφήμιστο. Να ακούμε κιόλας. Να μη μόνο μιλάμε. Έχει πολλά να μας νουθετήσει και η σιωπή. Ο Χριστός που είναι το φως, η ζωή και η ειρήνη του κόσμου, την τελευταία επίγεια τριετία του, άφησε τη σιωπή και κήρυξε «ρήματα ζωής αιωνίου». «Ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα». Αυτό το φως όμως πολλοί, ακόμη μέχρι σήμερα, το αγνόησαν, το απέφυγαν, θέλησαν να το σβήσουν. Γιατί; Γιατί «πας ο φαύλα πράσσων μισεί το φώς και ουκ έρχεται προς το φως, ίνα μη ελεγχθή τα έργα αυτού».
Οι άνθρωποι νόμιζαν πως φυλάκισαν τη ζωή σε ένα τάφο. Τον ασφάλισαν καλά. Έβαλαν μάλιστα και στρατιώτες να τον φυλάνε. Η Εκκλησία στηρίζεται σε ένα κενό τάφο. Ο τάφος ανέτειλε ζωή. Ο τάφος απέβη πηγή ανεκλάλητης κι ανέκφραστης χαράς. «Πού σου θάνατε το κέντρον, πού σου Άδη το νίκος; Ανέστη Χριστός, και πεπτώκασι δαίμονες. Ανέστη Χριστός και νεκρός ουδείς επί μνήματος». Ο τάφος δεν μπόρεσε να κρατήσει το Χριστό περισσότερο από τρεις ημέρες. Είναι κρίμα μεγάλο, αδελφοί μου, μετά την τριήμερη ανάσταση του Χριστού να παραμένουμε ενταφιασμένοι στην άφωτη και άχαρη φυλακή των παθών. Σε διάφορους τάφους κακιών, φθόνων, εχθροτήτων και ηδονών. Να μη θέλουμε να αναστηθούμε και να ελευθερωθούμε και να ζήσουμε ζωή χαρισάμενη. Είναι ιδιαίτερα τραγικό να μη θέλουμε να αξιοποιήσουμε το μεγαλειώδες γεγονός της αναστάσεως, που είναι καταπληκτικό μήνυμα ελευθερίας και κήρυγμα χαράς. Μας ελευθερώνει από τον τυραννικό θάνατο και μας χαρίζει χαρά αναφαίρετη υπερουράνιας ειρήνης.
Η ανάσταση του Χριστού προβάλλεται πανηγυρικά από την Εκκλησία μας με χαρμόσυνες ευχές, κωδωνοκρουσίες, φωτοχυσίες, λαμπρά ενδύματα και εδέσματα, ακόμη και φωτοβολίδες και κροτίδες για να σημαίνει τον μύχιο ανθρώπινο πόθο, την απροσμέτρητη λαχτάρα, την ακόρεστη δίψα για αιωνιότητα, πιστοποίηση και βεβαίωση της θανατώσεως του θανάτου, της νίκης της ζωής. Παρ’ όλ’ αυτά όμως η ανάσταση του Χριστού παραμένει στην ουσία της ένα σιγαλό, ήσυχο και μυστικό γεγονός, που τελεσιουργείται στα απύθμενα βάθη της ανθρώπινης καρδιάς. Η ανάσταση του θεανθρώπου και ως ιστορικό γεγονός καλά καταγεγραμμένο συνέβη στη σιγή της νύχτας, δίχως κανένα φως, κρότο, διαφήμιση, φωνές, κοσμοσυρροή και λαοσύναξη. Δίχως την παρουσία αγγέλων και τους ήχους σαλπίγγων αρχαγγέλων. Κατά τους αγίους πατέρες συνέβη κοντά στα ξημερώματα, στα γλυκοχαράματα μιας νέας ημέρας. Πρόκειται για την καινή ημέρα, για καινότητα εν Χριστώ ζωής, την οποία προκαλείται και προσκαλείται ελεύθερα να οδεύσει ο κάθε άνθρωπος.
Είναι αλήθεια πως «έγινε η Ανάσταση εν σιωπή κατά μυστικό και μυστηριώδη τρόπο, όπως πρέπει να γίνεται η ανάσταση και στη ψυχή του κάθε άνθρωπου» (άρχιμ. Ευσέβιος Κόκκορης). Δεν αρνούμαστε καθόλου τον πανηγυρισμό και εορτασμό της μεγάλης εορτής. Γι’ αυτό και το Πάσχα ονομάζεται Λαμπρή. Θα είναι όμως πάλι κρίμα αν μείνουμε προσηλωμένοι στον εξωτερικό διάκοσμο, το χοροτράγουδο και το φαγοπότι. Πάσχα σημαίνει διάβαση, πέρασμα, διαπόρθμευση. Μετάβαση από το θάνατο στη ζωή. Βίωση εντός μας, μ’ ένα ανέκφραστο τρόπο, του υπερφυούς γεγονότος της αναστάσεως του Χριστού, ως πρόγευση της προσωπικής μας αναστάσεως. Ας επιτραπεί συνοπτικά και παρενθετικά να αναφέρουμε κάτι που και άλλοτε έχουμε πει. Εμείς οι Ορθόδοξοι πιστεύουμε, λατρεύουμε και προσκυνούμε Χριστό Σταυροαναστηθέντα. Καθημερινά βιώνουμε τον σταυρό και την ανάσταση. Δεν καταλήγουμε στο σταυρό. Δεν παρακάμπτουμε το σταυρό. Δεν οδηγούμεθα στο Κενό Μνημείο αν δεν διέλθουμε απαραίτητα από τον Γολγοθά. Δεν υπάρχει Ανάσταση δίχως Σταυρό. Αυτό έχει σημασία. Αν δεν βιώσει κανείς καλά την κατάνυξη του Τριωδίου δεν θα χαρεί την ευλογία του Πεντηκοσταρίου. Ορισμένοι σύγχρονοι θεολόγοι πηγαίνουν κατευθείαν στην ανάσταση και μιλούν άνετα και πρόχειρα για μία θεολογία του έρωτα, της ελευθερίας και της χαράς…
Από το βιβλίο του «Χριστός χριστιανούς χαρά χαρίζει», εκδ.Τήνος