Ἡ πορεία τοῦ χριστιανοῦ

sarakosti1

Όταν κάποιος ξεκινάει γιά ἕνα ταξίδι, θά πρέπει νά γνωρίζει ποῦ πηγαίνει. Αὐτό συμβαίνει καί μέ τήν Μεγάλη Σαρακοστή. Ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ εἶναι ἕνα πνευματικό ταξίδι, πού ἔχει γιά προορισμό του τό Πάσχα.
Τό Πάσχα εἶναι τό κέντρο τῆς λειτουργικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μας. Εἶναι ἡ πρόγευση τῆς αἰώνιας χαρᾶς πού μᾶς περιμένει. Πῶς ὅμως μποροῦμε νά μετανοήσουμε καί νά ξαναγυρίσουμε στήν ὑπόσχεση, πού μᾶς δίνεται κάθε χρόνο τό Πάσχα; Ἀκριβῶς τήν στιγμή αὐτή ἐμφανίζεται ἡ Μεγάλη Σαρακοστή. Αὐτή εἶναι ἡ «χεῖρα βοηθείας» πού ἁπλώνει σ᾽ ἐμᾶς ἡ Ἐκκλησία. Εἶναι τό σχολεῖο τῆς μετανοίας, πού θά μᾶς δώσει δύναμη νά δεχθοῦμε τό Πάσχα ὄχι σάν μία ἁπλὴ εὐκαιρία γιά νά φᾶμε, νά πιοῦμε, νά ἀναπαυτοῦμε, ἀλλά νά ποῦμε ἕνα ὄχι στόν «παλαιὸ ἄνθρωπο» πού βρίσκεται μέσα μας καί ἕνα ναί στήν «νέα ζωὴ».

Στήν ἀρχαία Ἐκκλησία ὁ βασικὸς σκοπός τῆς Σαρακοστῆς ἦταν νά προετοιμαστοῦν οἱ «Κατηχούμενοι», δηλαδὴ οἱ νέοι ὑποψήφιοι χριστιανοί, γιά τό βάπτισμα. Τήν ἐποχὴ ἐκείνη τό βάπτισμα τῶν Κατηχουμένων γινόταν στήν διάρκεια τῆς ἀναστάσιμης θείας Λειτουργίας. Ἀλλὰ ἀκόμα καί τώρα πού ἡ Ἐκκλησία δέν βαπτίζει τούς χριστιανοὺς σέ μεγάλη ἡλικία καί ὁ θεσμός τῆς Κατηχήσεως δέν ὑπάρχει πιά, τό βασικό νόημα τῆς Σαρακοστῆς παραμένει τό ἴδιο.
Ἂν καί εἴμαστε βαπτισμένοι, ἐκεῖνο πού συνεχῶς χάνουμε εἶναι ἐκεῖνο ἀκριβῶς πού πήραμε στό βάπτισμα, δηλαδή «τήν νέα ζωή»,  ἡ ὁποία πραγματοποιεῖται μέ τά ἱερά Μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος, τοῦ Χρίσματος καί τῆς θείας Κοινωνίας. Μ᾽ αὐτά ὁ ἄνθρωπος γεννιέται, μορφοποιεῖται καί συνάπτεται μέ τόν Σωτήρα του. Εἰδικά, μέ τό πρῶτο μυστήριο,τό Βάπτισμα, ὁ ἄνθρωπος εἰσάγεται στήν ζωή. Τό χρίσμα, στήν συνέχεια, προσφέρει τήν κατάλληλη ἐνέργεια γι᾽ αὐτή τήν ζωή. Τέλος, ἡ θεία Εὐχαριστία συντηρεῖ καί διατηρεῖ τήν ζωή. Καί τά τρία δημιουργοῦν σχέση υἱοθεσίας καί φιλίας μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί τοῦ Θεοῦ, καταργώντας μιά γιά πάντα τήν δουλική σχέση. Μέ τήν συμμετοχή σ᾽ αὐτά ἐξευτελίζεται ὁ διάβολος κι ἐγκαινιάζεται ἀγαπητική σχέση μέ τόν Χριστό. Ἡ Σαρακοστή, λοιπόν, εἶναι ἡ προετοιμασία γιά νά ἐπιστρέψουμε στήν «νέα ἐν Χριστῷ ζωή».

Πῶς θά διαφυλάξουμε τήν ἐν Χριστῷ ζωή πού λάβαμε ἀπό τά μυστήρια;

Ὁ ἄνθρωπος παίρνει μέ τά Μυστήρια τό δῶρο τῆς ζωῆς. Ἀλλά, γιά νά συνεχίσει νά ζεῖ, χρειάζεται νά καταβάλει καί προσωπική προσπάθεια: εἶναι ἀνάγκη νά τηρεῖ τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ ὡς ρυθμιστικό παράγοντα τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, νά προσέχει ἀκοιμήτως, νά προσεύχεται ἀδιαλείπτως, νά μελετᾶ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ συνεχῶς. Κι ὅλα τοῦτα, γιά νά ἐλέγχει τούς λογισμούς καί τίς ἐπιθυμίες του. Γιατί ὁ ἄνθρωπος, ἁμαρτάνοντας, γίνεται ἀχρεῖος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί τοῦ ἑαυτοῦ του. Πρότυπο τοῦ κάθε πιστοῦ ἄς εἶναι μονίμως ὁ Χριστός, γιά νά μπορεῖ νά ἐπιδίδεται στήν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς καταξιώνοντας τόν ἑαυτό του κι ἀφθαρτίζοντάς τον.

Πῶς καί πότε ἡ νηστεία πρό τοῦ Πάσχα ἐξελίχτηκε σέ σαράντα ἡμέρες;

Η νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, μαζί μέ τήν νηστεία τῆς Τετάρτης καί τῆς Παρασκευῆς, εἶναι οἱ ἀρχαιότερες καί μόνες νηστεῖες, πού ἔχουν καί οἰκουμενική κάλυψη, δηλαδή ἐπικυρώθηκαν μέ Κανόνες Οἰκουμενικῶν Συνόδων (ξθ´ κανόνας τῶν Ἁγίων ᾿Αποστ., ε´ κανόνας τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, β´, κθ´ καί πθ´ τῆς ΣΤ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου). Οἱ λοιπές καθιερωμένες νηστεῖες τοῦ ἔτους, βασίζονται στήν ἱερή Παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας μας, πού καί αὐτή εἶναι ἰσότιμη, ἰσχυρή καί ἔγκυρη.
῾Η νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἀνάγεται ἤδη στούς Ἀποστολικούς χρόνους καί θεσμοθετήθηκε κατά μίμηση τῆς σαραντάμερης νηστείας τοῦ Κυρίου μας (Ματθ. δ΄, 2), καθώς καί τῶν σαραντάμερων νηστειῶν τῶν προφητῶν Μωυσέως (᾿Εξοδ. λδ´, 28) καί ᾿Ηλιού (Γ΄ Βασ. ιθ΄ 8).
Ἡ Μεγάλη Σαρακοστή προκειμένου νά πάρει τήν τελική της μορφή, πού ἔχει σήμερα, πέρασε ἀπό πολλά μεταβατικά στάδια.
Κατά μία ἄποψη: Ὑπῆρχε νηστεία πρό τοῦ Πάσχα, πού ξεκίνησε ἀπό μία ἡμέρα, ἔγινε στήν  συνέχεια δύο ἡμέρες καί κατέληξε στίς ἕξι ἡμέρες (Μεγάλη ῾Εβδομάδα). Ὑπῆρχε ὅμως καί μιά ἄλλη νηστεία, πού δέν εἶχε καμία σχέση μέ τήν νηστεία πρό τοῦ Πάσχα καί ἀναφερόταν στήν σαραντάμερη νηστεία τοῦ Χριστοῦ στήν ἔρημο μετά τήν Βάπτισή του.
Αὐτή ἡ δεύτερη νηστεία ἦταν συνδεδεμένη μέ τά Θεοφάνεια καί ἄρχιζε στίς 7 Ἰανουαρίου. Οἱ δύο αὐτές νηστεῖες συγχωνεύτηκαν καί ἀποτέλεσαν μία νηστεία. Ἡ συγχώνευση τῶν δύο νηστειῶν ἔγινε μέ τήν ἐπίδραση τοῦ θεσμοῦ τῶν κατηχουμένων, οἱ ὁποῖοι προετοιμάζονταν πρίν τό Πάσχα, γιά νά βαπτισθοῦν.
Σύφωνα μέ ἄλλη ἄποψη: Ἡ νηστεία πρό τοῦ Πάσχα, σέ συνδυασμὸ μέ τήν προετοιμασία τῶν κατηχουμένων γιά τό βάπτισμά τους, κατά τήν νύκτα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, στήν Παννυχίδα – ἀγρυπνία τοῦ Πάσχα, ἐπεκτάθηκε καί ἔγινε τελικά ὁ χρόνος τῆς νηστείας  σαράντα ἡμέρες. Κατά τόν 4ο μέ 5ο αἰώνα, ἡ νηστεία πρό τοῦ Πάσχα ὀνομάστηκε Τεσσαρακοστή καί πῆρε καθολικό χαρακτήρα.

Η θεία Κοινωνία κατά τήν Ἀκολουθία τῶν Προηγιασμένων Δώρων

Ενῶ ἀπαγορεύεται νὰ τελεσθεῖ θεία Λειτουργία ἡμέρα νηστείας, προσφέρεται τίς μέρες τῆς νηστείας ἡ θεία Κοινωνία, μέ τήν Ἀκολουθία τῶν Προηγιασμένων. Αὐτό δέν ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τόν ἀπαγορευτικό κανόνα πού ἀναφέραμε παραπάνω, ἀρκεῖ νά ἐξετάσουμε καί τήν ἄλλη πλευρά τοῦ σκοποῦ τῆς θείας Κοινωνίας.
Ἡ θεία Κοινωνία δέν εἶναι μόνο ἡ ἔλευση, ἡ παρουσία καί ἡ ἀποκάλυψη τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ «ἐν τῇ κλάσει τοῦ Ἄρτου»,  καί ἡ ἕνωσή μας μέ τόν Θεό, ἀλλά εἶναι καί ἡ πηγή δυνάμεως πού μᾶς στηρίζει στόν πνευματικό ἀγώνα.
Κατά τήν Μεγάλη Σαρακοστή ὁ κάθε πιστός διεξάγει ἕναν πνευματικό ἀγώνα ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ κακοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία μέ τήν ἀκολουθία τῶν Προηγιασμένων Δώρων μᾶς δίδει τήν θεία Κοινωνία σάν βοήθεια καί δύναμη στόν ἀγώνα μας ἐναντίον τοῦ κακοῦ καί τῆς ἁμαρτίας.
Ἐνῶ ἀπό τήν μιά μεριά ἀπαγορεύεται νά τελεσθεῖ ἡ θεία Λειτουργία στίς μέρες τῆς νηστείας, ἀπό τήν ἄλλη μεριά ὅμως ἔχουμε συνέχεια στήν Ἐκκλησία τήν παρουσία τῶν καρπῶν τῆς θείας Εὐχαριστίας μέ τήν τέλεση τῆς Προηγιασμένης.
Ὅπως ἀκριβῶς καί μέ τόν Χριστό πού, «ὁρατὰ» μέν ἀναλήφθηκε στούς οὐρανούς κι ὅμως «ἀόρατα» εἶναι παρών στόν κόσμο.
Ὅπως μέ τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ πού πρόκειται νά ἔρθει, ἀλλά ταυτόχρονα βρίσκεται ἀνάμεσά μας καί τήν βιώνουμε καθημερινά.
Ἔτσι, λοιπόν, ἡ θεία Εὐχαριστία ὡς μυστήριο καί πνευματικό πανηγύρι, ὡς γιορτή τῆς Ἐκκλησίας δέν συμβιβάζεται μέ τήν νηστεία καί δέν τελεῖται στήν διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, ἀλλά ὡς χάρη καί δύναμη πνευματική, πού δίνει στούς πιστούς τά ὅπλα γιά τόν πνευματικό τους ἀγώνα, βρίσκεται στήν καρδιά τῆς νηστείας.
Εἶναι στ᾽ ἀλήθεια τό πνευματικό μάνα πού μᾶς διατηρεῖ ζωντανούς στό ταξίδι μας μέσα στήν ἔρημο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς.

Ἡ Μεγάλη Σαρακοστή, «Ἕνας τρόπος ζωῆς»

Ο κάθε χριστιανός στήν διάρκεια τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ  ἔτους καί ἰδιαίτερα κατά τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς δέν θά πρέπει νά περιορίζεται ἁπλά καί μόνο στήν παρακολούθηση τῶν ἀκολουθιῶν, στήν τυπικὴ νηστεία καί τήν προσευχή. Θεωρεῖται δεδομένο ὅτι ὅλα αὐτά προβλέπονται ἀπό τήν Ἐκκλησία μας καί ἀποτελοῦν ἱερό καθῆκον τοῦ κάθε χριστιανοῦ. Γιά νά ἔχουν ὅμως θετικό ἀποτέλεσμα καί νά ἀποκτήσουν τό πραγματικό τους νόημα, θά πρέπει νά γίνουν «ἕνας τρόπος ζωῆς».
Νά ἀποφύγουμε τήν διάσπαση τῆς ζωῆς μας σέ δύο κομμάτια, στό θρησκευτικὸ καί στό κοσμικό, τήν διάσπαση τῆς ζωῆς μας σὲ  δύο τρόπους ζωῆς, στόν τρόπο ζωῆς μέσα στό σπίτι καί στόν τρόπο ζωῆς ἔξω ἀπ’ αὐτό.
Στό παρελθόν κατά τήν Μεγάλη Σαρακοστή, ὁλόκληρη ἡ κοινωνία ἀποδεχόταν ἕναν συγκεκριμένο ρυθμό ζωῆς, ὁρισμένους κανόνες πού ὑπενθύμιζαν στά ἄτομα – μέλη τῆς κοινωνίας, τήν περίοδο τῆς Σαρακστῆς καί δημιουργοῦσε ἔτσι ἡ κοινωνία ἕνα εἶδος σαρακοστιανοῦ κλίματος, βοηθώντας τόν χριστιανό στόν προσωπικό του ἀγώνα.
Σήμερα τά πράγματα ἔχουν ἀλλάξει ὄχι μόνο σέ κοινωνικό ἐπίπεδο ἀλλά καί οἰκογενειακό, σέ σημεῖο ὥστε δέν χρειάζεται κανείς νά βγεῖ ἀπό τό σπίτι του γιά νά βρεθεῖ «ἔξω». Ὁλόκληρος ὁ «ἔξω κόσμος» ἔχει ἐγκατασταθεῖ μόνιμα μέσα στό σπίτι μας, μέ τήν ἐπικράτηση καί τήν ἀλλοιωτική ἐπίδραση τῶν μέσων μαζικῆς ἐνημέρωσης, πού ἔχουν διαποτίσει τήν ζωή μας μέσα καί ἔξω ἀπό τό σπίτι.

Κατά τη διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς οι στόχοι μας εἶναι:

1.Νά ἐμπλουτίσουμε τόν πνευματικό καί διανοητικά ἐσωτερικό κόσμο μας, νά μελετήσουμε καί νά στοχασθοῦμε πάνω σέ ὅ,τι μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει νά ἀνακαλύψουμε αὐτόν τόν ἐσωτερικό κόσμο καί τίς χαρές του.
2.Νά ἐλέγξουμε τόν ἀπίστευτα ὑπεροπτικὸ χαρακτῆρα μας, στίς σχέσεις μας μέ τούς ἀνθρώπους, στά διάφορα γεγονότα καί στήν δουλειά.
3.Μᾶς δίνει τήν εὐκαιρία γιά ἔλεγχο στά λόγια μας. «Ἐκ γὰρ τῶν λόγων σου δικαιωθήσῃ, καὶ ἐκ τῶν λόγων σου καταδικασθήσῃ». (Ματθ. 12, 37)
4.Νά νιώσουμε καί νά βιώσουμε τήν «χαρμολύπη» πού εἶναι τό πραγματικό μήνυμα τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς
5.Νά «μαλακώσει» τήν καρδιά μας τόσο ὥστε νά μπορεῖ νά ἀνοιχτεῖ στίς πραγματικότητες τοῦ πνεύματος, νά ἀποκτήσει τήν ἐμπειρία τῆς κρυμμένης «δίψας καὶ πείνας» γιά ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό.
6.Τέλος, νὰ πάρουμε τήν μεγάλη ἀπόφαση, ὥστε νά «συμπορευθῶμεν μετὰ τοῦ Χριστοῦ, ἀναβαίνοντες εἰς Ἱεροσόλυμα, νὰ συσταυρωθῶμεν μετ᾽ αὐτοῦ διὰ νὰ συνανυψῇ ἡμᾶς εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλὴμ ἐν τῇ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».

Πηγή

Η Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή
Μοιράσου το!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *